Βρέχει στη μικρή επαρχιακή πόλη. Μήνες ολόκληρους βρέχει διαρκώς νύχτα και μέρα. Κανένας δε θυμόταν ξανά κάτι τέτοιο και όλοι απορούσαν. Πρώτα ήρθε το νερό, ακράτητο ξεχύθηκε παντού, στους δρόμους, στα σοκάκια, μέσα στα σπίτια πάλευε να μπει. Ήρθε η υγρασία. Στον αέρα κάθισε, στους τοίχους, στα κόκαλα των ανθρώπων. Ήρθε κι η λάσπη, που κολλημένη πάνω στα παπούτσια τη σέρνανε μαζί τους. Η γκρίνια, η φαγωμάρα τους κατάτρωγε. Φτάσαν στα όριά τους ώσπου συνήθισαν. Σιωπηλά το αποδέχτηκαν και συνεχίσαν τη ζωή τους χολωμένοι.
Τέλος, ήρθε και το μεγάλο κακό. Η συμφορά που αδιακρίτως χτύπησε τα σπιτικά τους. Ήρθαν οι φόνοι. Ο θάνατος.
Σάββατο μεσημέρι βρήκαν το πρώτο θύμα, τη δωδεκάχρονη Κατίνα Τσαπακίδη. Ο αστυνόμος Σκιαδάς ανήσυχος κι εξοργισμένος ψάχνει να βρει το «ποιος και το γιατί». Κι αυτά που βρίσκει τον τρομάζουν. Ο Τύπος, η κοινωνία, οι ανώτεροί του, μα πάνω απ’ όλα, η συνείδησή του τον καταδιώκουν. Πολλά τα πρόσωπα, πολλά τα θύματα κι ο χρόνος τον πιέζει.
Χάος γύρω του, βροχή και αίμα. Καράβι ακυβέρνητο ο κόσμος και ο Θεός απών. Ή μήπως όχι;
Τέλος, ήρθε και το μεγάλο κακό. Η συμφορά που αδιακρίτως χτύπησε τα σπιτικά τους. Ήρθαν οι φόνοι. Ο θάνατος.
Σάββατο μεσημέρι βρήκαν το πρώτο θύμα, τη δωδεκάχρονη Κατίνα Τσαπακίδη. Ο αστυνόμος Σκιαδάς ανήσυχος κι εξοργισμένος ψάχνει να βρει το «ποιος και το γιατί». Κι αυτά που βρίσκει τον τρομάζουν. Ο Τύπος, η κοινωνία, οι ανώτεροί του, μα πάνω απ’ όλα, η συνείδησή του τον καταδιώκουν. Πολλά τα πρόσωπα, πολλά τα θύματα κι ο χρόνος τον πιέζει.
Χάος γύρω του, βροχή και αίμα. Καράβι ακυβέρνητο ο κόσμος και ο Θεός απών. Ή μήπως όχι;
http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1002701/219-hmeres-broxhs