Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Η Μαρία Κουλούρη γράφει στο Bookmark για το "Και γύρω τους η θάλασσα"

Το διάβασα δίπλα στη θάλασσα. Έχοντας στα αυτιά μου τον ήχο των κυμάτων. Όμως τίποτα δεν θα άλλαζε αν τύχαινε να το διαβάσω ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί στην πολύβουη Ομόνοια.
Γιατί απλά η Αφροδίτη Βακάλη σε παίρνει απ΄όπου και να βρίσκεσαι και σε μεταφέρει με την εξαιρετική γραφή της, στα μέρη που επιλέγει εκείνη να στήσει την ιστορία της.
Και είναι η ιστορία πολύ δυνατή με ήρωες να τη στηρίζουν σε κάθε στροφή, σε κάθε παράγραφο, σε κάθε πρόταση του βιβλίου. Η Αννεζώ, η Φρασκούλα, ο Κωνσταντής, η ατίθαση Μαρία, ο καιροσκόπος Νικόλας, ο γιατρός Βαρανάκης, σε κρατούν δέσμιο της μοίρας τους, της πορείας τους, των σκέψεών τους, των επιθυμιών τους, που αναλύονται χωρίς ούτε μία λέξη περιττή, με φράσεις αλλού σκληρές και αλλού γεμάτες λυρισμό από τη συγγραφέα.
Το τέλος για άλλους ήρωες καλό, για άλλους απρόσμενο, με τούτο το τελευταίο να αιωρείται με το κλείσιμο του βιβλίου...
Ένα βιβλίο ξεχωριστό από μια ξεχωριστή συγγραφέα που σίγουρα έχει ακόμη πολλά να δώσει στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας.
Μ.Κ.
Πηγή: http://bookmark-vivlia.simplesite.com/418039930/3061874/posting/%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B3%CF%8D%CF%81%CF%89-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B7-%CE%B8%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%83%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B7-%CE%B5%CE%BA%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CF%8C%CF%82?b=EAFE6285E1C24989BAEE3C47

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Ο Αντρέας Κούνιος γράφει στην alfanews.com για το "219 ημέρες βροχής"

ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΠΟΛΗ. Μήνες ολόκληρους βρέχει διαρκώς νύχτα και μέρα. Κανένας δεν θυμάται ξανά κάτι τέτοιο και όλοι απορούν. Πρώτα ήρθε το νερό, ασυγκράτητο ξεχύθηκε παντού, στους δρόμους, στα σοκάκια, μέσα στα σπίτια πάλευε να μπει. Ήρθε η υγρασία. Στον αέρα κάθισε, στους τοίχους, στα κόκαλα των ανθρώπων. Ήρθε κι η λάσπη, που κολλημένη πάνω στα παπούτσια τη σέρνανε μαζί τους. Η γκρίνια, η φαγωμάρα τούς κατάτρωγε. Φτάσαν στα όριά τους. Ώσπου συνήθισαν. Σιωπηλά το αποδέχτηκαν και συνέχισαν τη ζωή τους χολωμένοι. Τέλος, ήρθε και το μεγάλο κακό. Η συμφορά που αδιακρίτως χτύπησε τα σπιτικά τους. Ήρθαν οι φόνοι. Ο θάνατος. Σάββατο μεσημέρι βρήκαν το πρώτο θύμα, τη δωδεκάχρονη Κατίνα Τσαπακίδη. Ο Αστυνόμος Σκιάδας, ανήσυχος κι εξοργισμένος, ψάχνει να βρει το «ποιος» και το «γιατί». Κι αυτά που ανακαλύπτει τον τρομάζουν. Ο Τύπος, η κοινωνία, οι ανώτεροί του, μα πάνω απ' όλα η συνείδησή του τον καταδιώκουν. Πολλά τα πρόσωπα, πολλά τα θύματα κι ο χρόνος τον πιέζει. Χάος γύρω του, βροχή και αίμα. Καράβι ακυβέρνητο ο κόσμος και ο Θεός απών. Ή μήπως όχι;
Στο λόγο της τιμής μου, έμεινα άγαλμα. Βιδώθηκα. Κόλλησα. Ζαλίστηκα. Δεν τολμούσα να διακόψω λεπτό την ανάγνωση. Με σημάδευε σαν αστραπή, με παράσερνε σαν καταιγίδα. Είναι κι εκείνη η βροχή, η ασταμάτητη βροχή, η νουάρ βροχή, με την οποία είμαι, παιδιόθεν, ερωτευμένος αλλά, φυσικά, πριν από όλα, είναι η ευφυής, η πολυμήχανη έμπνευση της Αφροδίτης Βακάλη η οποία υφαίνει, με απίστευτη δεξιοτεχνία και ωριμότητα, επάνω στον καμβά κάποιας μικρής, τοπικής, κοινωνίας το ατμοσφαιρικό θρίλερ της που με έκανε, πραγματικά, κομμάτια. Πάλεψα γενναία να εντοπίσω τον δράστη των φόνων, κάπου-κάπου μάλιστα έβαζα και στοίχημα με τον εαυτό μου ότι ξετύλιξα, επιτέλους, τον κόμπο του μυστηρίου. Κουταμάρες. Η Αφροδίτη Βακάλη μας ποτίζει την αγωνία με το σταγονόμετρο, μας παραπλανεί, δημιουργικά εννοώ, μας κονιορτοποιεί με τις διαδοχικές ανατροπές οι οποίες απειλούν να πνίξουν τους τόπους. Όπως και η βροχή, η εκνευριστική βροχή που, προφανώς, επιχειρεί να εξαφανίσει ίχνη και άλλα τεκμήρια. Ή μήπως όχι;
Θα το ομολογήσω για δεύτερη φορά: πρόκειται για μυθιστόρημα αξιώσεων, μπορεί, άνετα, να συναγωνιστεί τα κλασικά του είδους και, μόλο που πρώτη φορά διαβάζω βιβλίο της Βακάλη, δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία πως η λογοτεχνική της συνέχεια θα είναι ακόμα καλύτερη. Κλείνοντας: τέτοια γλωσσική ένταση και τέτοιο καταρρακτώδες στυλ, δεν συναντούμε συχνά στη μοντέρνα πεζογραφία όπου, συνήθως, κάνουν κουμάντο οι δημόσιες σχέσεις.
*Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Σελίδες:451
Δώδεκα και είκοσι. Ο Σταύρος Τσαπακίδης κοίταξε το ρολόι και χαμογέλασε
Σάββατο σήμερα κι όπου να 'ναι θα φανεί, σκέφτηκε. Κοίταξε έξω με προσμονή. Έβρεχε με το τουλούμι. Μήνες τώρα έβρεχε, δεν έκανε κι άλλη δουλειά. Είχε σιγά σιγά συνηθίσει, δεν του έκανε εντύπωση πια. Η κίνηση χαλαρή, στα σπίτια του κλεισμένος ο κόσμος, απέφευγε τις άσκοπες βόλτες. Άδειος ο δρόμος, κάπου κάπου, βιαστικός και τυλιγμένος στ' αδιάβροχο ή στο παλτό του πέρναγε κάποιος διαβάτης.
Κοίταξε ξανά το ρολόι. Μία παρά είκοσι. Θα 'χε δου¬λειές και καθυστέρησε. Γύρισε στην εφημερίδα του, αργά κι ανόρεχτα την ξεφύλλισε. Θα μας καταστρέψει ετούτος ο καιρός! Άνθρωπος δεν πατάει στο μαγαζί. Αναστέναξε κακοδιάθετος. Κοίταξε γύρω του τις μπογιές, τα πινέλα, τα εργαλεία. Βίδες, τανάλιες, κόπτες και ψαλίδια. Κουτιά, παντού κουτιά. Μικρά, μεγάλα, σε όλα τα σχήματα, σε όλα τα μεγέθη. Ανάμεσα σε τούτα τα κουτιά είχε περάσει ο Σταύ¬ρος τη ζωή του. Ανάμεσα σε χρώματα και σε σιδηρικά. Από τα δέκα του, σαν ήρθε να βοηθήσει τον πατέρα του, σαρά¬ντα χρόνια πριν. Εδώ, σε τούτο το ίδιο μαγαζί. Αυτός ήταν ο κόσμος του, το μικρό του βασίλειο. Βροχή περάσαν και τα χρόνια, ούτε που τα πήρε καλά καλά χαμπάρι.
Κοίταξε πάλι έξω, τίποτα. Πουθενά δεν φαινότανε το Κα¬τινάκι. Μία και πέντε. Αβάσταχτη η αναμονή. Αβάσταχτη κι η ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή, ο γνώ¬ριμος, μονότονος ήχος. Εκνευρισμένος σηκώθηκε και άρ¬χισε να βηματίζει. Μα πού ήταν, επιτέλους, η μικρή; Για¬τί δεν φαινόταν; Άλλη φορά τόσο πολύ δεν είχε αργήσει. Η Μερόπη στο τηλέφωνο του είπε ότι είχε φύγει από νωρίς. Μία και είκοσι, τον θέριζε η αγωνία τώρα. Πήγαινε πάνω κάτω και σκεφτόταν: Πού να την ψάξω; Μην έπαθε κάτι το παιδάκι μου; Ανατρίχιασε στη σκέψη, τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Ηρέμησε, Σταύρο, ηρέμησε. Μη βάζεις με τον νου σου το κακό! Αυτό έλεγε και ξανάλε¬γε μέσα του, μα στο ρολόι η ώρα κυλούσε. Μία και μισή.
Η ψυχραιμία, η υπομονή του όλη μαζί με τον ιδρώτα βγή¬κανε από μέσα του, στο δέρμα του πάνω υγρές σταγόνες και κυλήσανε. Χαθήκανε κι έμεινε άδειος, παγωμένος. Η αγωνία, ο φόβος τον έκοβαν φέτες. Στο στομάχι, στην κοι¬λιά του. Ούτε κι εκείνος ήξερε γιατί φοβόταν τόσο. Τι ήταν εκείνο που φοβόταν ακριβώς. Απότομα έκοψε το βήμα, απότομα έριξε το βλέμμα στο ρολόι. Δύο παρά τέταρτο. Φτάνει! Άρπαξε τα κλειδιά του, άρπαξε το παλτό του και βγήκε να την ψάξει. Πατέρας ήταν, χρέος του να την ψά¬ξει. Έτσι σκέφτηκε. Κι έφυγε σαν τρελός.
Πεταμένο το βρήκανε το κορίτσι στην άκρη του δρόμου. Με τα μάτια ορθάνοιχτα, έκπληκτα. Πέρασε στην αιωνιότητα με την έκπληξη στο βλέμμα. Πριν προλάβει να γίνει τρόμος. Πριν καλά καλά καταλάβει η μικρή τι τη βρήκε. Ανακατωμένα τα μακριά μαλλιά, άλλα απλώνονταν στο χώμα, βυθισμένα στη λάσπη, κι άλλα τούφες μπερδεμένες στο πρόσωπό της. Βρεμένα, νεκρά μαλλιά. Τα μουσκεμένα ρούχα κολλούσαν πάνω στο άγουρο κορμί, καθώς το έδερνε η βροχή ασταμάτητα. Και το νερό που κύλαγε στα μάγουλά της με δάκρυα έμοιαζε κι έτρεχε σχηματίζοντας μικρά ρυάκια. Η μεγάλη πληγή στον λαιμό έχασκε ορθά¬νοιχτη κι αυτή, μα ξεπλυμένη. Και δίπλα της το αίμα χυμένο ποτάμι. Νερό και αίμα μαζί κυλούσανε μέσα στη λασπου¬ριά. Φαρδύ ενιαίο ποτάμι. Κι ύστερα απλωνότανε και χώ¬ριζε σαν δάχτυλα σε ανοιχτή παλάμη, για να ενωθεί ξανά παρακάτω και να χυθεί στ' αυλάκι, στο ρείθρο να κυλήσει του πεζοδρομίου (σ.σ.19-20).

- See more at: http://alfanews.com.cy/politismos/item/15258-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B7-219-%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%87%CE%AE%CF%82.html#sthash.0sL0eV02.dpuf

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Η Καλλιόπη Κρητικού γράφει στο Βιβλιοπαρεάκι για το βιβλίο "Και γύρω τους η θάλασσα"

Ένα βιβλίο που μυρίζει θάλασσα και κλείνει στις σελίδες του όλων των ειδών τους άερηδες που κυβερνούν το Αιγαίο Πέλαγος. Ο Μπάτης, ο Μαϊστρος, ο Σιρόκος, ο Πουνέντες και η Τραμουντάνα εναλλάσσονται μεταξύ τους όπως και τα συναισθήματα του αναγνώστη που παρασύρεται από την πρώτη στιγμή στη δίνη της ιστορίας ζωής των ηρώων.
Οι χαρακτήρες απλοί, αληθινοί νησιώτες ξεδιπλώνουν το χαρακτήρα τους, τις επιθυμίες και τις αδυναμίες τους αργά και μεθοδικά, και ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα ψηφιδωτό απαράμιλλης ομορφίας που σαγηνεύει. Ο Καπετάν Καρατζάς παλεύει με τα πάθη του και την επιτακτική ανάγκη της ψυχής του να αγαπηθεί. Η Φρασκούλα, η γυναίκα του, υπόδειγμα συζύγου και μητέρας, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις αλήθειες της ζωής της που σαν αμείλικτοι δικαστές θα την καταδικάσουν για τον απόλυτο έρωτα που έζησε. Η Αννεζώ, η κόρη τους, αναγκάζεται να συναινέσει σε ένα γάμο, και ακολουθώντας το μονοπάτι του έρωτα, θα γνωρίσει την αληθινή αγάπη όμως θα κλονιστεί βαθιά όταν έρθει αντιμέτωπη με την συνταρακτική αλήθεια. Ο Κωνσταντής ακολουθεί τη φωνή της καρδιάς και είναι ο βράχος που θα "σπάσει" την ορμή των κυμμάτων, τα οποία παλεύουν να τους τραβήξουν μαζί τους στη μανιασμένη θάλασσα του πόνου.
Δίπλα τους στέκουν η Τασία με την κόρη της, τη Μαρία, ένα αερικό που θα προκαλέσει ίριδες, ίντριγκες, αρρωστημένα πάθη, θα παγιδευτεί στα δίχτυα της αγάπης και θα πληρώσει το τίμημα των πράξεών της. Ο γιατρός Βαρανάκης που φτάνει στο νησί κουβαλώντας τα φαντάσματα του παρελθόντος του, και οι ξαδέρφες της Αννεζώς οι οποίες ακολουθούν την καρδιά τους μαζί με τις συνέπειες των επιλογών τους, καθώς και η υπέροχη Μαρουλίνα, που ξεχειλίζει από αγάπη και αισιοδοξία.
Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη με αμείωτο ενδιαφέρον, τα διλήμματα εμφανίζονται αδυσώπητα, οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των άμεσα ενδιαφερόμενων και οδηγούν σε τραγικά γεγονότα. Είναι ένα μυθιστόρημα έντονων αντιθέσεων που δεν σε αφήνει λεπτό ν' ανασάνεις, να σκεφτείς, να κρίνεις ... απλά παρασύρεσαι από τον αριστοτεχνικό τρόπο γραφής της κας Βάκαλη και παραδέρνεις μαζί με τους ήρωες.
Οι εικόνες μεταφέρονται με γλαφυρότητα και με μοναδικές περιγραφές, και δημιουργούν την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι τριγυρνά στα σοκάκια του νησιού, ότι βλέπει το καθρέπτισμα του φεγγαριού στη θάλασσα, ότι αντικρύζει τη θέα του πελάγους. Οι παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, οι ηθικές αρχές των μικρών κοινωνιών,και κυρίως οι κουβέντες που μεταφέρονται και διογκώνονται με απίστευτη ταχύτητα από άκρη σ' άκρη, πλέκονται με μοναδικό τρόπο με την εξέλιξη της ιστορίας και προσφέρουν ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα. Αγωνία, ελπίδα, πόνος, απογοήτευση, μίσος, έρωτας συνθέτουν το κουβάρι των συναισθημάτων που κατακλύζουν τον αναγώστη. Και η κάθαρση έρχεται στο τέλος, μαζί μ' ένα αίσθημα μελαγχολίας καθώς καλείσαι να το αποχωριστείς...


ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ

- See more at: http://vivliopareaki.blogspot.gr/2015/07/thalassa.html#sthash.HX6oIVyz.upMUDqkA.dpuf

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Η Αφροδίτη Βακάλη στη στήλη ΄΄ ο συγγραφέας της Δευτέρας ΄΄ του Βιβλίο και παλιά Δαντέλα

Στο πλαίσιο της στήλης  "ο συγγραφέας της Δευτέρας " η Αφροδίτη απαντά  σε ερωτήσεις της Κικής Παπαδάτου.
Ένα σύντομο βιογραφικό , δύο μικρά αποσπάσματα βιβλίου της - αν και ήταν εξαιρετικά ΔΥΣΚΟΛΟ να διαλεχτούν, μιας και είναι αστυνομικό ψυχογράφημα και μια σειρά ερωτήσεων θα μας βοηθήσουν να τη γνωρίσουμε καλύτερα.

Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΒΑΚΑΛΗ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και είναι εκπαιδευτικός. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά εργάστηκε διδάσκοντας αγγλικά σε φροντιστήρια. Το 1997 διορίστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα, ζώντας μόνιμα στη Μύκονο. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της 1. ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΤΟΥΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ. 2. 219 ΗΜΕΡΕΣ ΒΡΟΧΗΣ .
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ '' 219 ΗΜΕΡΕΣ ΒΡΟΧΗΣ

'' Ναι, περπατούσε ολομόναχη η Φωφώ σ’ έναν κόσμο άδειο και αφιλόξενο, σ’ έναν κόσμο βρεμένο και σκοτεινό. Μακριά από τους ανθρώπους κι ακόμα πιο μακριά από την κάθε της σκέψη, προσπαθώντας έτσι ν’ αποστασιοποιηθεί απ’ όλους και απ’ όλα. Κι από τον εαυτό της ακόμη. Μα πιο πολύ ν’ αποστασιοποιηθεί απ’ την ντροπή κι από την ενοχή της. Όμως, όσο κι αν ο θόρυβος εκείνος μέσα στο κεφάλι της έπνιγε την κάθε της σκέψη, υπήρχε κάτι άλλο, κάτι χειρότερο, που δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει. Μήτε να το ξεχάσει, μήτε να το σβήσει μπορούσε. Κι αυτό τη στοίχειωνε, την τυραννούσε. Κολλημένο το ‘χε πάνω της και το έσερνε μαζί της. Πάνω σε όλο της το δέρμα, στο στόμα, στα χείλη και στη γεύση της. Εκείνη την αίσθηση της μεγάλης ντροπής, της προδοσίας που’ χαν αφήσει πάνω στο κορμί της τα χάδια του Ανάργυρου και τα φιλιά του. Τη γλίτσα αυτή της ενοχής, που κολλημένη πάνω της δεν έλεγε να φύγει. Κι αν μπορούσε να γδάρει το πετσί της η Φωφώ και να το βγάλει, ευχαρίστως θα το έκανε. Αρκεί να το ξεφορτωνότανε οριστικά. Σαν το φίδι να συρθεί κι από πάνω της να το πετάξει, μια και δεν το ‘νιωθε δικό της πια. Πίσω της να τ’ αφήσει, δέρμα άδειο, σάπιο. Και να λευτερωθεί.

Μα δεν μπορούσε. Δεν ήταν φίδι, ήταν γυναίκα κι έπρεπε, στο ίδιο τούτο δέρμα μέσα, να υπάρχει και να ζει. ''

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

'' Κεντούσε ασταμάτητα : τραπεζομάντηλα, σεμεδάκια, μαξιλάρια ΄ ακόμη και τα λινά της΄ σεντόνια, σκεπάσματα, μαξιλαροθήκες . Και τις πετσέτες, κι αυτές ακόμη τις κεντούσε. Τα πάντα γέμιζε με το μονόγραμμά της. Τη δική της σφραγίδα. Να υπενθυμίζει στον εαυτό της περισσότερο, την ύπαρξή της. Οι βελονιές εκείνες ήταν η κραυγή της ' και το σημάδι πως υπήρχε. Πως ζούσε κι η ίδια μέσα σ΄αυτό το σπίτι. Με κόκκινη κλωστή μαρκάριζε τα υπάρχοντά της, το μικρό της βασίλειο. Τη στενή, την αβάσταχτη φυλακή της.

Σαν ήταν κοπέλα, γιατί υπήρξε κάποτε νέα κι εκείνη, με κίτρινη πάντα κεντούσε κλωστή. Απαλό, αχνό λεμονί ' αυτό ήταν το χρώμα π΄αγαπούσε. Και τ΄αρχικά της, μαζί με τα όνειρά της, στην προίκα της απάνω στο λευκό με χρώμα λεμονί τα χάραξε. Βελονιά τη βελονιά απάνω στο λευκό, απάνω στα βαμβακερά και σ΄όλα τα προικιά της. Σαν τα σιδέρωνε κι αυτά μοσχομυρίζανε, κολλαρισμένα και γυαλιστερά , απάνω απ΄τα κεντίδια πέρναγε τα δάχτυλά της, χαιδεύοντάς τα με στοργή. Περήφανη και αισιόδοξη για κείνα που πρόσμενε να΄ρθουνε. Μακάριζε την τύχη της τότε, γιατί ήταν νέα και αφελής. Και γιατί δεν γνώριζε. Δε φανταζόταν.

Μα αυτό παλιά, πολύ παλιά, πριν γίνουν όσα γίνανε. Και πριν αναγκαστούνε χρώμα ν΄αλλάξουν οι κλωστές της. Παλιά, όσο ακόμη είχε όνειρα, όσο ακόμη είχε φωνή. ''

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΚΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ
1. Πώς προέκυψε να ασχοληθείτε με τη γραφή; Ήταν μια ανάγκη έκφρασης που υπήρξε από τα παιδικά/ εφηβικά σας χρόνια ή καλλιεργήθηκε με την ωριμότητα; Υπήρξε μια συγκεκριμένη αφορμή;
ΑΠ. Η αλήθεια είναι ότι από μικρή ηλικία έγραφα, ήταν για μένα ο πιο προσφιλής μου τρόπος έκφρασης, κυρίως σκέψεων και συναισθημάτων. Ποτέ όμως δεν είχα τολμήσει να γράψω μυθιστόρημα. Αυτό το έκανα σε μεγάλη ηλικία και αφορμή στάθηκε η μόνιμη εγκατάστασή μου στη Μύκονο. Εδώ βρήκα τον εαυτό μου κι έγραψα για όλη αυτή την ομορφιά που με κύκλωνε από παντού. Έμπνευσή μου υπήρξε το νησί αλλά, για να είμαι ειλικρινής, με παρότρυναν και οι φίλες μου να συνεχίσω αμέσως μόλις διάβασαν τις πρώτες μου σελίδες από το βιβλίο «Και γύρω τους η θάλασσα».

2. Μια ανάμνησή σας σχετική με τη γραφή που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας.
ΑΠ. Θα σας πω κάτι πολύ προσωπικό. Αν και πάντα ήθελα να γράψω, με έπνιγε αυτή η εσωτερική ανάγκη, δεν τολμούσα. Βλέπετε, μεγάλωσα δίπλα στο Νάσο Βακάλη, τον αδερφό μου, ένα εξαιρετικό και πηγαίο ταλέντο στη ζωγραφική και στο σχέδιο. Άλλωστε αυτό φαίνεται κι από την μετέπειτα πορεία του στο χώρο του Κινουμένου Σχεδίου κι από τα βραβεία που έχει πάρει παγκοσμίως. Στην Ελλάδα δεν είναι γνωστός, αλλά στην Αμερική και στο εξωτερικό διαπρέπει στον τομέα του.
Νάσος Βακάλης

Το να βλέπω τι μπορούσε να κάνει ο Νάσος από παιδί, υπήρξε τροχοπέδη στη δική μου επιθυμία να γράψω. Θεωρούσα ότι όταν κάποιος έχει ταλέντο, αυτό ξεχειλίζει, δε ‘μαζεύεται’!
Και ήμουν σίγουρη ότι ματαιοπονούσα σκεφτόμενη ότι μπορώ να γράψω. Ευτυχώς κάποια στιγμή ξεπέρασα αυτή μου την ανασφάλεια και τόλμησα τη συγγραφή, πράγμα που με απελευθέρωσε.
Νιώθω επιτέλους ότι ισορρόπησα, έχοντας βρει το κομμάτι εκείνο του εαυτού μου που αποζητούσα από πολύ μικρή ηλικία και πραγματοποίησα το πιο μεγάλο μου όνειρο.

3. Τους ήρωες των έργων σας, όταν τους σχεδιάζετε τους φαντάζεστε με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά κάποιου συγκεκριμένου προσώπου (π.χ. γνωστού, φίλου, συγγενή, περαστικού ακόμα και ηθοποιού, καλλιτέχνη κλπ); Έχουν δηλαδή σάρκα και οστά στη φαντασία σας; Αν ναι, φέρτε μας ένα παράδειγμα από ήρωα ή ηρωίδα βιβλίου σας.
ΑΠ.Οι ήρωες ασφαλώς και έχουν πάντα σάρκα και οστά στη φαντασία μου! Εννοείται τους ‘βλέπω’, τους παρακολουθώ, ζω μαζί τους για πολύ καιρό. Αλλά ποτέ δεν έχουν χαρακτηριστικά συγκεκριμένων ανθρώπων ή γνωστών μου. Το αποφεύγω αυτό διότι μου φαίνεται δεσμευτικό. Μου αρέσει να πλάθω ‘ήρωες’ από την αρχή, από το τίποτα κι αυτό είναι και το αγαπημένο μου σημείο στη συγγραφή. Η δημιουργία των χαρακτήρων!

4. Πείτε μας έναν αγαπημένο σας ποιητή και κάποιο στίχο που έχει χαραχτεί στη μνήμη σας.
ΑΠ. Αγαπώ πολύ το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά και ειδικά το ‘Πανηγύρι της Κακάβας’, τον έβδομο λόγο. Θεωρώ ότι περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και μια από τις πιο ερωτικές σκηνές που έχω διαβάσει εγώ, προσωπικά σε ποίηση.


«…..κι ανάμεσό τους αρχινάει,
ξεχωρισμένη από τις άλλες, τρυμισμένο ένα χορό,
λιγιέται, σέρνεται, πετάει,
κορίτσι δεκαοχτώ χρονώ,
στο μανιωμένο το χορό,
και του χορού βασίλισσα είναι,
κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα,
η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα!»


Αυτό το κομμάτι με στοιχειώνει. Είναι πολύ περισσότεροι στίχοι από τον έναν που μου ζητήσατε αλλά δεν μπορούσα να το κόψω. Συγχωρέστε με!

5. Έχετε νοιώσει ποτέ, ότι το έργο σας από τη στιγμή που έφυγε από την «προστασία» σας και με την έκδοσή του απευθύνθηκε στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, «τροποποιήθηκε», «μεταφράστηκε» διαφορετικά, μετουσιώθηκε, «άλλαξε» η οπτική σε κάποια σημεία του, από τους εκδότες , τους αναγνώστες και ίσως από τους κριτικούς.
ΑΠ. Όχι, δεν έχει συμβεί ποτέ αυτό. Οι εκδότες το έχουν αγκαλιάσει με πολύ σεβασμό και μπορώ να πω ότι και οι κριτικοί έχουν υπάρξει πολύ θετικοί απέναντι στη δουλειά μου όπως και οι αναγνώστες στο μεγαλύτερο μέρος τους. Τουλάχιστον κι απ’ όσο γνωρίζω.

6. Υπάρχουν κάποια πρόσωπα που θα θέλατε να ευχαριστήσετε για την βοήθεια που σας έδωσαν στο χτίσιμο της συγγραφικής καριέρας σας;
Αφροδίτη Βακάλη-Τέσυ Μπάιλα

ΑΠ. Εκτός από την οικογένειά μου και τις φίλες μου, πολύ κοντά μου έχει σταθεί και με έχει τιμήσει με τη φιλία της και τις συμβουλές της η εξαιρετική, κατά την άποψή μου, συγγραφέας, Τέσυ Μπάιλα και την ευχαριστώ θερμά για αυτό.

7. Στα πλαίσια του καλλιτεχνικού project “Future Library” η Μάργκαρετ Άτγουντ, έγραψε ένα έργο το οποίο θα εκδοθεί σε 100 χρόνια. Μέχρι τότε δε θα μπορεί να το διαβάσει κανείς. Συνεπώς το έργο απευθύνεται στις επόμενες γενεές. Πώς σας φαίνεται αυτή η ιδέα; Ποιο σημερινό δημιούργημα θα θέλατε οπωσδήποτε να διατηρηθεί ώστε να το παραλάβουν οι επόμενες γενεές;
ΑΠ. Η ιδέα αυτή δε με συγκινεί καθόλου, μάλλον αδιάφορη θα την χαρακτήριζα. Τα έργα ούτως ή άλλως μένουν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές, και προσωπικά, δε με συγκλονίζει η ιδέα να απευθυνθώ άμεσα σε αυτές. Τώρα σχετικά με τη διάσωση σημερινών δημιουργημάτων, ειλικρινά μου είναι αδύνατον να αναφερθώ σε ένα και μόνο έργο. Υπάρχουν πάρα πολλά που πρέπει να φτάσουν στα χέρια των επόμενων γενεών και θα ήταν άδικο κι ανακριβές να ξεχωρίσω κάποιο.

8. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να πρεσβεύει η σημερινή λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης;
ΑΠ. Πιστεύω ότι ο σκοπός της λογοτεχνίας είναι διττός. Αφενός μεν να απελευθερώσει το δημιουργό, δίνοντας διέξοδο σε μια μεγάλη, εσωτερική του ανάγκη, αφετέρου, να μεταφέρει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του στο ευρύ κοινό, στον αναγνώστη. Να τον προβληματίζει με τη σειρά του, να τον προτρέψει να σκεφτεί και να τον βοηθήσει να πάρει θέση σε προσωπικά, κοινωνικά και ηθικά ζητήματα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, είτε μιλάμε για την Ελλάδα της κρίσης είτε για οποιαδήποτε άλλη εποχή της ιστορίας μας, δε νομίζω ότι η λογοτεχνία ‘πρέπει’ να προσαρμοστεί, αλλά αντιθέτως ο αναγνώστης να εμβαθύνει σε αυτήν και να ψάξει να βρει τις απαντήσεις που ζητά για να βελτιώσει τη ζωή του ή έστω να συμφιλιωθεί μαζί της και να μπορέσει να την αποδεχτεί.

9. Αν έπρεπε να δώσετε μια συμβουλή σε ένα νέο παιδί που θέλει να ασχοληθεί με το γράψιμο, ποια θα ήταν;
ΑΠ. Αρχικά να κυνηγήσει το όνειρό του, να μην αφήσει κανέναν και τίποτα να τον αποθαρρύνει και στη συνέχεια, να διαβάσει πολύ! Για να γράψεις, πρέπει πρώτα να έχεις διαβάσεις, δεν γίνεται αλλιώς.

10. Αν για κάποιο λόγο δε μπορούσατε ή δε θέλατε να ξαναγράψετε, ποιο υποκατάστατο θα βρίσκατε να καλύπτει το κενό αυτής σας της ανάγκης;
ΑΠ.Ελπίζω να μη βρεθώ ποτέ αντιμέτωπη με μια τέτοια κατάσταση, να μην μπορώ δηλαδή να γράψω, θα ήταν τρομερό. Θα συνέχιζα όμως να διαβάζω, αυτή θα ήταν η παρηγοριά μου.
11. Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία και θα θέλατε να μας το προτείνετε. (Δεν είναι απαραίτητο να είναι αποκλειστικά, μυθιστόρημα)
ΑΠ. Εκτιμώ αφάνταστα τη γραφή της Ζυράννας Ζατέλη και θα πρότεινα οποιοδήποτε από τα βιβλία της, ειδικά το «Με το φως του λύκου επανέρχονται». Το διάβασα πριν από μερικά χρόνια κι όχι τώρα τελευταία, αλλά σε αυτό θα ήθελα να αναφερθώ.

12. Υπάρχει κάποιο θέμα που θα αποφεύγατε συνειδητά να διαπραγματευθείτε σε επόμενο βιβλίο σας;
ΑΠ. Από τη στιγμή που έφερα εις πέρας μια ιστορία με δολοφονίες μικρών παιδιών, δε με τρομάζει τίποτα πια στη συγγραφή. Το να αποδώσω τον πόνο μιας μάνας που χάνει το παιδί της υπήρξε μεγάλη πρόκληση για μένα κι ελπίζω να τα κατάφερα ικανοποιητικά. Δεν υπάρχει κάποιο θέμα που με τρομάζει ή με αφήνει αδιάφορη από τη στιγμή που θεωρώ ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν στον καθένα από μας. Και κάτω από αυτό το πρίσμα, τα πάντα μου φαίνονται ενδιαφέροντα και θα μπορούσα να γράψω γι’ αυτά. Ούτε έχω θέματα ταμπού τα οποία δε θα ήθελα να θίξω. 


13. Πείτε μας έναν καλλιτέχνη που θαυμάζετε το έργο του.
ΑΠ. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες το έργο των οποίων μου προκαλεί θαυμασμό, επιτρέψτε μου όμως να αναφερθώ σε ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο. Θαυμάζω αφάνταστα τον αδερφό μου Νάσο Βακάλη, την πορεία του οποίου παρακολουθώ από τότε που ήμασταν παιδιά. Είμαι πολύ περήφανη για το έργο του και ειδικά, για την τελευταία του ταινία Dinner for Few (Δείπνο για λίγους).

14. «Ονειρεύομαι μια Ελλάδα…..» συνεχίστε την πρόταση, γράφοντας μια μικρή παράγραφο.
ΑΠ. Ονειρεύομαι μια Ελλάδα περήφανη, ανεξάρτητη και ισορροπημένη. Ένα κράτος δικαίου, το οποίο θα μεριμνά για τον πολίτη και θα τον σέβεται, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να βελτιωθεί και να εξελιχθεί σαν άτομο.

15. Εσείς τι θα θέλατε να μας ρωτήσετε;
ΑΠ. Θα ήθελα να θέσω ένα γενικότερο ερώτημα που με προβληματίζει. «Γιατί οι άντρες αναγνώστες, και κυρίως στην Ελλάδα, είναι πολύ λιγότεροι από τις γυναίκες; Γιατί η λογοτεχνία δεν αγγίζει τον Έλληνα άντρα;» Θα με ενδιέφερε πολύ η δική σας άποψη.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕΡΜΑ.
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ - Για το e-group ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙΑ ΔΑΝΤΕΛΛΑ
ΚΙΚΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ - Για τη συνεντεύξη στη συγγραφέα.

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

"Το υγρό στοιχείο" Κριτική του φιλολόγου Λεωνίδα Μπανάκου για το βιβλίο "219 ημέρες βροχής" από το literature.gr

Η Αφροδίτη Βακάλη με το νέο της βιβλίο καταφέρνει από τη μια να διατηρήσει τις συγγραφικές της αρετές, όπως τον κοφτό και άμεσο λόγο, τη δεμένη πλοκή και την ελεύθερη κατάδυση στα βάθη της ψυχής των ηρώων, ενώ από την άλλη κατάφερε να ξεπεράσει τους όποιους δισταγμούς και αμφισβητήσεις της πρώτης προσπάθειας και να εκφραστεί πιο ελεύθερα και πιο ηχηρά, αφού καταπιάστηκε με ένα άκρως σκληρό θέμα: τους φόνους μικρών παιδιών από έναν ψυχοπαθή δολοφόνο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου βρέχει ακατάπαυστα. Ένα σοκαριστικό για όλους θέμα, που εντάσσει το βιβλίο της στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα έναν αστυνόμο-ντετέκτιβ, με ανακρίσεις, μαρτυρίες, ευρήματα, ανατροπές, με όλα όσα στοιχειοθετούν τη νουάρ ατμόσφαιρα του συγκεκριμένου είδους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε κοινωνικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή. Συγκεκριμένα θα έλεγα ότι υπάρχουν τρία διακριτά επίπεδα, τρία ξεχωριστά αφηγηματικά πεδία, τα οποία αλληλοσυνδέονται και συνέχουν την ιστορία που πλάθει η συγγραφέας. Το πρώτο επίπεδο είναι το αστυνομικό. Δολοφονίες, έρευνες, αναζήτηση, αγωνία, πλάνη, κορύφωση, λύση. Ένα κλασικό νήμα που θα ακολουθήσει ο αναγνώστης ως το τέλος, χωρίς αφηγηματικά κενά ή κουραστικές αναδρομικές αφηγήσεις και εγκιβωτισμούς, με το ενδιαφέρον να αυξάνεται σε κάθε σελίδα. Το δεύτερο επίπεδο είναι το κοινωνικό. Οι ήρωες ανήκουν σχεδόν στο σύνολό τους στη μέση αστική τάξη. Είναι έμποροι, λογιστές, γιατροί, μουσικοί, υπάλληλοι, δικηγόροι. Άλλοι με οικονομικά προβλήματα, άλλοι εύποροι. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι ζουν στην ίδια μικρή πόλη. Με τους δικούς τους γραπτούς και άγραφους νόμους, με την κυριαρχημένη επαγγελματική και οικογενειακή δομή, με τη θέση της γυναίκας σε αυτήν, με τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς, και όλα αυτά μέσα στο τυπικό φόντο της περιχαρακωμένης, κλειστής και φαινομενικά ήρεμης μικρής κοινωνίας. Το τρίτο επίπεδο είναι φυσικά το πιο ενδιαφέρον και ο κορμός του όλου δράματος: το ψυχολογικό. Ξεκινώντας από τον διαταραγμένο δολοφόνο και τους διάσπαρτους μονολόγους του-εξομολογητικά μανιφέστα που ακούγονται σε όλο το βιβλίο μέχρι την τελική του αποκάλυψη, η συγγραφέας κάνει αυτό που αγαπά περισσότερο: χαράζει, σκαλίζει και τελικά σπάει το κέλυφος της ψυχής κάθε ήρωα της, την αποδομεί και την απογυμνώνει για να μας δείξει πόση αδυναμία μπορεί να κρύβει ένας φαινομενικά δυνατός, πόση δύναμη ένας αδύναμος, πόση διαταραχή ένας ισορροπημένος. Πόσα μυστικά μπορεί να κρύβονται στα έγκατα της ψυχής, τα οποία, αν πυροδοτηθούν την κατάλληλη στιγμή, μπορούν να ανατρέψουν τα πάντα. Και να καταστρέψουν τα πάντα. Με τη χειριυργική σχεδόν τεχνική της, η Αφροδίτη Βακάλη συνδέει αυτά τα τρία επίπεδα εν είδει συγκοινωνούντων δοχείων, φτιάχνοντας ένα γλυκόπικρο κοκτέιλ συναισθημάτων που πίνεται σκέτο και μονομιάς. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να απαλύνει τον αναγνώστη από τον αποτροπιασμό και τη φρίκη των εγκλημάτων καθ’ αυτών και να τον φέρει σε επαφή με μνήμες σκοτεινές και βιώματα άφατα, που ήρθε η ώρα να βρουν κάθαρση. Μέσα λοιπόν από αυτή τη διαπλοκή των αφηγηματικών πεδίων και τις λοιπές ισορροπίες ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, τα πρόσωπα της ιστορίας χωρίζονται αρχικά σε δύο κατηγορίες. Τους νεκρούς, τα αθώα θύματα που οπ χαμός τους προωθεί τη δράση του βιβλίου, αφού κλονίζει συθέμελα την κοινωνία της μικρής πόλης, και τους ζωντανούς, που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον πόνο και την αποστροφή αναζητώντας δικαιοσύνη. Αν προσέξουμε όμως καλύτερα, υπάρχει και μια Τρίτη «ομάδα» ηρώων, πολύ ευάλωτη και πένθιμη. Είναι εκείνοι που ζουν μεν, αλλά βιώνουν μια ζωή πιο σαθρή, πιο σκοτεινή και πιο εφιαλτική από το θάνατο. Οι ζωντανοί-νεκροί. Και είναι αυτοί που αγγίζουν περισσότερο τη συγγραφέα, η οποία σκύβει επάνω τους και τους μελετά με διακριτική τρυφερότητα, με κατανόηση αλλά και με προβληματισμό. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, όλα τα επεισόδια και οι χώροι δράσης περιβάλλονται από το ίδιο φυσικό στοιχείο τη βροχή. Όπως και στο πρώτο της βιβλίο η Αφροδίτη Βακάλη, το υγρό στοιχείο είναι εκείνο που επιδρά καταλυτικά στην εξέλιξη των ηρώων και διαμορφώνει ή διαστρεβλώνει τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους. Και αν η θάλασσα ήταν το περίγραμμα, ο φυσικός χώρος όπου προωθούνταν η δράση, εδώ η βροχή είναι το στοιχείο που δεν την προωθεί απλώς αλλά την επιβάλλει. Πότε ανελέητη, πότε απαλή, πότε ειρωνική, διεισδύει παντού. Μπαίνει στα σπίτια, στο μυαλό, στις ψυχές, ξεπλένει συνειδήσεις και αποκαλύπτει ξεχασμένα μυστικά, φυλακίζοντας ένοχους και αθώους στις υγρές χειροπέδες της. Το υγρό στοιχείο λοιπόν από τη μια και ο μεσοαστικός περίγυρος από την άλλη είναι ο παράγοντας που ασκεί αφόρητη πίεση στο ήθος των ηρώων. Τους περιορίζει, τους καταθλίβει, τους ακινητοποιεί, τους πνίγει. Αυτός ο ετεροκαθοριζόμενος χαρακτήρας των ηρώων δίνει σαφώς στο βιβλίο μια; Έντονη υφή νατουραλισμού. Στον νατουραλισμό το ενδιαφέρον δεν συνίσταται στο τι κάνουν οι ήρωες αλλά στο γιατί το κάνουν. Στα κίνητρά τους, στο ψυχολογικό τους υπόστρωμα, στο υποσυνείδητό τους. ο νατουραλιστής συγγραφέας ξεκινά από ορισμένες θέσεις. Μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων για να καταδείξει ότι είναι δέσμιοι εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων. Εδώ το στοιχείο αυτό είναι εντονότερο απ’ ό,τι είναι στο «Και γύρω τους η θάλασσα». Ειδικά ο ψυχοπαθής δολοφόνος είναι τυπικό δείγμα της νατουραλιστικής μυθιστορίας. Έχει περιοριστεί από τις εξωτερικές δυνάμεις, τη μικροαστική κοινωνία, τους τύπους και τα πρωτόκολλά της, σε σημείο που έχει πλέον απολέσει την ιδιότητα του λογικού και ηθικού όντος και έχει υποβιβαστεί στο επίπεδο των κατώτερων όντων. Και οι υπόλοιποι ήρωες όμως περιγράφονται εξονυχιστικά και με φωτογραφική λεπτομέρεια να κινούνται άβουλα από το γενετήσιο ένστικτο, την απληστία, την εκδικητικότητα, το φθόνο και να συνθλίβονται σωματικά και ψυχικά. Οι πράξεις τους είναι προδιαγεγραμμένες. Σχεδόν ήδη γνωστές και κατανοητές. Τα κίνητρά τους όμως, αυτά τα περίφημα «γιατί», θα αποκαλυφθούν περίτεχνα από τη διεισδυτική πένα της Αφροδίτης Βακάλη, που θα μας κάνει να αναρωτηθούμε για τον αλλόκοτο τρόπο με τον οποίο, σχεδόν νομοτελειακά, θα επέλθουν οι ισορροπίες που θα επαναφέρουν την ηθική τάξη και τη δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη με την ευρύτερη έννοια της, αυτήν που βρίσκεται πέρα από τον ανθρώπινο νόμο και που αποκαθιστά όσα ο νόμος δεν μπόρεσε να προλάβει. Γιατί όπως λέει η ψυχολογία, για τρία πράγματα μόνο είναι αδύνατη η πρόληψη: για τον έρωτα, για το έγκλημα και για την τρέλα. Οι «219 ημέρες βροχής» είναι ένα βιβλίο που κλείνει δίνοντας απαντήσεις σε όσα ερωτήματα το ίδιο έθεσε, αλλά και εγείροντας νέα ερωτήματα στον αναγνώστη, αφήνοντάς τον με τη βεβαιότητα ότι το καλό πάντα στο τέλος θα υπερισχύει και ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος, αλλά και με το φόβο μήπως εμείς δεν προλάβουμε να γίνουμε μέρος του.

Read more at: http://www.literature.gr/ 
http://www.literature.gr/to-igro-stichio-grafi-o-leonidas-banakos/

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

"Σε όλες τις εποχές ο δρόμος της συγγραφής ήταν και είναι μοναχικός" Συνέντευξη της Αφροδίτης Βακάλη στην Τέσυ Μπάιλα για το thinkfree.gr


Η Αφροδίτη Βακάλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και είναι εκπαιδευτικός. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά εργάστηκε διδάσκοντας αγγλικά σε φροντιστήρια. Το 1997 διορίστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα, ζώντας μόνιμα στη Μύκονο. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορεί, επίσης, το μυθιστόρημά της «Και γύρω τους η θάλασσα». Μιλά στο thinkfree και στην Τέσυ Μπάιλα για το νέο της βιβλίο «219 ημέρες βροχής».

-Κυρία Βακάλη, το νέο σας βιβλίο «219 ημέρες βροχής» μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Αστυνομικό και ταυτόχρονα κοινωνικό είναι ένα βιβλίο που, εν τω βάθει, εστιάζει στις σχέσεις των ανθρώπων σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό επίπεδο. Τι σας ενέπνευσε να εντάξετε όλα αυτά τα στοιχεία σε μια φαινομενικά αστυνομική ιστορία;
Είμαι λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας και υπήρξε μεγάλη πρόκληση για μένα να γράψω ένα βιβλίο με αστυνομική υπόθεση. Αυτό όμως που με ενδιαφέρει κυρίως ως άτομο και ως συγγραφέα, είναι οι χαρακτήρες και οι ανθρώπινες συμπεριφορές. Δε θα μπορούσα να τις παραβλέψω χωρίς να θεωρήσω το έργο μου ημιτελές. Θα μου ήταν αδιάφορο να γράψω απλά μια ιστορία όπου κυνηγούν έναν ακόμη δολοφόνο. Με γοητεύει αφάνταστα η ποικιλομορφία των ανθρώπων και οι αντιδράσεις τους στις διάφορες καταστάσεις. Ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι κινούνται αλλά και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζωή τους και όλες τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αυτό ήταν άλλωστε και το κίνητρό μου για να γράψω αυτό το βιβλίο. Το πώς οι συγκεκριμένοι φόνοι αλλά και η συνεχής, ακατάπαυστη βροχή επέδρασαν στην ψυχολογία των ηρώων μου και σε ποιο βαθμό επηρέασαν την καθημερινότητα, την προσωπική ζωή και τις σχέσεις τους. Αυτός ήταν ο στόχος μου κι αυτό προσπάθησα να κάνω.

-Και στο πρώτο σας βιβλίο «Και γύρω τους η θάλασσα», που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός ο αναγνώστης νιώθει ότι πέρα από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου αυτό που πρωταγωνιστεί είναι η θάλασσα, έτσι και σ’ αυτό πρωταγωνίστρια είναι η βροχή. Ποιος είναι ο συμβολισμός του υγρού στοιχείου, σε κάθε του μορφή, στα βιβλία σας;

Θεωρώ πολύ γοητευτικό το στοιχείο του νερού καθώς και την ποικιλομορφία με την οποία το συναντάμε στη φύση. Προσφέρει αμέτρητους συμβολισμούς και ερμηνείες, έχει θεοποιηθεί πολλάκις στο παρελθόν και χρησιμοποιείτε στο τελετουργικό των περισσότερων, αν όχι όλων των θρησκειών. Ρευστό, ευέλικτο και σαρωτικό, «δίνει» και «παίρνει» με την ίδια ευκολία που γεννά και καταστρέφει. Διαθέτει τις πανίσχυρες και αντιφατικές αυτές δυνάμεις που έχει και η ίδια η ζωή. Η απεραντοσύνη της θάλασσας άλλοτε μερεύει κι άλλοτε αγριεύει την ψυχή, υπόσχεται, ταξιδεύει το νου. Και η βροχή, από την τρυφερή ψιχάλα μέχρι την καταρρακτώδη νεροποντή, συμβολίζει την πληθώρα των γεγονότων, ασήμαντων και σημαντικών, που συμβαίνουν, επηρεάζουν κι εμπλουτίζουν τη ζωή μας. Θα ήθελα, όμως, ο αναγνώστης, ελεύθερος κι ανεπηρέαστος από την όποια δική μου εξήγηση, να ακολουθήσει τα μονοπάτια της δικής του σκέψης και να δώσει όποια ερμηνεία ο ίδιος επιθυμεί στο ιδιαίτερο και ‘μαγικό’ αυτό στοιχείο που κυριαρχεί και στα δύο βιβλία μου.
-Το ύφος της προσωπικής σας γραφής ρέει κι αυτό σαν νερό προσδίδοντας στο βιβλίο σας μια ιδιαίτερη μουσικότητα, ιδιαίτερα ελκυστική στον αναγνώστη. Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στο συγκεκριμένο αυτό ύφος και τη σχέση σας με το νερό;
Πιθανόν, δε μπορώ όμως να σας απαντήσω σε αυτό το ερώτημα διότι ο τρόπος που γράφω είναι αυθόρμητος, ξεπηδά από την ψυχή μου και δε γίνεται συνειδητά. Επομένως, δε μπορώ να κρίνω την ‘πηγή’ παρά μόνο το αποτέλεσμα. Ίσως πάλι, αν το κεντρικό στοιχείο δεν ήταν το νερό και στα δύο βιβλία, να μην υπήρχε θέμα σύγκρισης ανάμεσα σε αυτό και στο ύφος της γραφής. Δε μένει παρά να δούμε στο επόμενο βιβλίο….

-Πόσο μοναχικός είναι στις μέρες μας κ. Βακάλη ο δρόμος του ανθρώπου που θέλει να ασχοληθεί με τη συγγραφή;

Σε όλες τις εποχές, νομίζω, ο δρόμος της συγγραφής ήταν και είναι μοναχικός. Ο άνθρωπος που γράφει έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, ‘σκαλίζει’ την ψυχή του, γδέρνεται, ματώνει πάνω στο κείμενό του, κι αγωνιά. Κι αυτή είναι μια διαδικασία στην οποία κανείς δεν μπορεί να τον συντροφεύσει. Είναι απόλυτα μοναχική ακριβώς επειδή είναι τόσο βαθιά προσωπική και καταλυτική.

-Στις μέρες της οικονομικής κρίσης και της αμφισβήτησης όλων των αξιών κ. Βακάλη ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του συγγραφέα;

Σε δύσκολες εποχές όπως είναι αυτή που διανύουμε, θεωρώ ότι γενικά η τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία είναι, αν όχι το μόνο, σίγουρα ένα πολύ σημαντικό αντιστύλι για τον άνθρωπο. Εκεί θα ανατρέξουμε για να βρούμε τις χαμένες μας αξίες, τα κομμάτια του εαυτού μας με τα οποία έχουμε αποξενωθεί, μα κυρίως τη δύναμη και το κουράγιο που χρειαζόμαστε για να ανασυνταχτούμε και να προχωρήσουμε. Επομένως, ο ρόλος του συγγραφέα, ειδικά σε τέτοιες εποχές είναι πολύ σημαντικός διότι αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει τον αναγνώστη. Να τον «ξεβολέψει», να τον προβληματίσει, να τον προτρέψει να σκεφτεί, μα κυρίως να τον εμψυχώσει και να τον ενθαρρύνει ώστε να πάρει θέση απέναντι στα «κακώς κείμενα». Κι αν η λογοτεχνία γενικά έχει σκοπό να ευρύνει τους ορίζοντές μας, βοηθώντας μας να επεξεργαστούμε κύρια ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή μας, σε χαλεπούς καιρούς γίνεται το στήριγμά μας, ο τροφοδότης της σκέψη μας κι ο βασικότερός «σύμμαχος» μας στην προσπάθεια να ισορροπήσουμε και να εξελιχθούμε.

-Ως εκπαιδευτικός είστε συνεχώς κοντά στα παιδιά. Πιστεύετε ότι τα παιδιά σήμερα αγαπούν το βιβλίο; Μήπως η εποχή του διαδικτύου, της εικόνας, της ταχύτητας λειτουργεί ανασταλτικά και οι νέοι δεν ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία;
Τα σημερινά παιδιά της εποχής του διαδικτύου και της τεχνολογίας βλέπουμε ότι πληκτρολογούν στον υπολογιστή ή στο κινητό τους με διπλάσια ταχύτητα από κείνη που γράφουν κρατώντας το στυλό τους. Απόλυτα αποδεκτό, κατά την άποψή μου! Το παράλογο θα ήταν να μη συμβάδιζαν με την εποχή τους. Το θέμα λοιπόν δεν είναι το βιβλίο, αλλά η ίδια η λογοτεχνία. Και εφόσον στις μέρες μας, αυτή παρέχεται και σε ηλεκτρονική μορφή, θα ήμουν πολύ ικανοποιημένη αν την προσέγγιζαν με αυτήν έστω τη μορφή. Συνεπώς, το καίριο ερώτημα είναι, τους συγκινεί η λογοτεχνία; Πιστεύω πώς όχι όσο θα θέλαμε ή θα ελπίζαμε. Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις, η πλειοψηφία όμως θεωρώ ότι απομακρύνεται όλο και πιο πολύ απ’ αυτήν. Και το φταίξιμο ανήκει σε μας, τους καθηγητές, τους γονείς, στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα. Και θ’ αρχίσω από το τελευταίο. Οι μαθητές διδάσκονται επιλεγμένα αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων και μόνο! Ποτέ δεν τους έχει δοθεί ένα ολόκληρο βιβλίο για να το διαβάσουν, να το σχολιάσουν, να γράψουν μια εργασία πάνω σ’ αυτό! Δε θα έπρεπε να τους ανατίθεται η ανάγνωση κλασικών έργων, ελλήνων και ξένων συγγραφέων στο μάθημα της λογοτεχνίας; Αρκούν κάποια αποσπάσματα ή διηγήματα και μερικά ποιήματα για να γνωρίσουν αυτό που μπορεί να τους προσφέρει η λογοτεχνία ή για να ενσταλάξουμε μέσα τους την αγάπη για την ανάγνωση; Προφανώς και όχι. Παράλληλα, σε ένα σχολείο που οι συνεχείς εξετάσεις, η ολοκλήρωση της ύλης και η βαθμολόγηση αποτελούν το βασικό μέλημα του καθηγητή, η βαθμοθηρία του γονιού και η ψηφοθηρία του Υπουργείου, για ποια Παιδεία και ποια Λογοτεχνία μιλάμε; Φέρουμε ο καθένας τις ευθύνες που μας αναλογούν και καλό θα ήταν να τις αναλάβουμε επιτέλους. Διότι μέσα σ’ αυτό τον κυκεώνα, τα παιδιά μας, άλλα εξουθενωμένα, άλλα βαριεστημένα κι άλλα αδιάφορα, σέρνουν μέσα κι έξω από την τάξη τη φορτωμένη τους τσάντα, δίχως να αποκομίζουν αυτά που θα έπρεπε να τους παρέχει το σχολείο στις μέρες μας.

Πηγή: http://www.thinkfree.gr/%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B7-%CF%83%CE%B5-%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%BF%CF%87%CE%AD%CF%82-%CE%BF-%CE%B4/