Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

"Το υγρό στοιχείο" Κριτική του φιλολόγου Λεωνίδα Μπανάκου για το βιβλίο "219 ημέρες βροχής" από το literature.gr

Η Αφροδίτη Βακάλη με το νέο της βιβλίο καταφέρνει από τη μια να διατηρήσει τις συγγραφικές της αρετές, όπως τον κοφτό και άμεσο λόγο, τη δεμένη πλοκή και την ελεύθερη κατάδυση στα βάθη της ψυχής των ηρώων, ενώ από την άλλη κατάφερε να ξεπεράσει τους όποιους δισταγμούς και αμφισβητήσεις της πρώτης προσπάθειας και να εκφραστεί πιο ελεύθερα και πιο ηχηρά, αφού καταπιάστηκε με ένα άκρως σκληρό θέμα: τους φόνους μικρών παιδιών από έναν ψυχοπαθή δολοφόνο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου βρέχει ακατάπαυστα. Ένα σοκαριστικό για όλους θέμα, που εντάσσει το βιβλίο της στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα έναν αστυνόμο-ντετέκτιβ, με ανακρίσεις, μαρτυρίες, ευρήματα, ανατροπές, με όλα όσα στοιχειοθετούν τη νουάρ ατμόσφαιρα του συγκεκριμένου είδους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε κοινωνικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή. Συγκεκριμένα θα έλεγα ότι υπάρχουν τρία διακριτά επίπεδα, τρία ξεχωριστά αφηγηματικά πεδία, τα οποία αλληλοσυνδέονται και συνέχουν την ιστορία που πλάθει η συγγραφέας. Το πρώτο επίπεδο είναι το αστυνομικό. Δολοφονίες, έρευνες, αναζήτηση, αγωνία, πλάνη, κορύφωση, λύση. Ένα κλασικό νήμα που θα ακολουθήσει ο αναγνώστης ως το τέλος, χωρίς αφηγηματικά κενά ή κουραστικές αναδρομικές αφηγήσεις και εγκιβωτισμούς, με το ενδιαφέρον να αυξάνεται σε κάθε σελίδα. Το δεύτερο επίπεδο είναι το κοινωνικό. Οι ήρωες ανήκουν σχεδόν στο σύνολό τους στη μέση αστική τάξη. Είναι έμποροι, λογιστές, γιατροί, μουσικοί, υπάλληλοι, δικηγόροι. Άλλοι με οικονομικά προβλήματα, άλλοι εύποροι. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι ζουν στην ίδια μικρή πόλη. Με τους δικούς τους γραπτούς και άγραφους νόμους, με την κυριαρχημένη επαγγελματική και οικογενειακή δομή, με τη θέση της γυναίκας σε αυτήν, με τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς, και όλα αυτά μέσα στο τυπικό φόντο της περιχαρακωμένης, κλειστής και φαινομενικά ήρεμης μικρής κοινωνίας. Το τρίτο επίπεδο είναι φυσικά το πιο ενδιαφέρον και ο κορμός του όλου δράματος: το ψυχολογικό. Ξεκινώντας από τον διαταραγμένο δολοφόνο και τους διάσπαρτους μονολόγους του-εξομολογητικά μανιφέστα που ακούγονται σε όλο το βιβλίο μέχρι την τελική του αποκάλυψη, η συγγραφέας κάνει αυτό που αγαπά περισσότερο: χαράζει, σκαλίζει και τελικά σπάει το κέλυφος της ψυχής κάθε ήρωα της, την αποδομεί και την απογυμνώνει για να μας δείξει πόση αδυναμία μπορεί να κρύβει ένας φαινομενικά δυνατός, πόση δύναμη ένας αδύναμος, πόση διαταραχή ένας ισορροπημένος. Πόσα μυστικά μπορεί να κρύβονται στα έγκατα της ψυχής, τα οποία, αν πυροδοτηθούν την κατάλληλη στιγμή, μπορούν να ανατρέψουν τα πάντα. Και να καταστρέψουν τα πάντα. Με τη χειριυργική σχεδόν τεχνική της, η Αφροδίτη Βακάλη συνδέει αυτά τα τρία επίπεδα εν είδει συγκοινωνούντων δοχείων, φτιάχνοντας ένα γλυκόπικρο κοκτέιλ συναισθημάτων που πίνεται σκέτο και μονομιάς. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να απαλύνει τον αναγνώστη από τον αποτροπιασμό και τη φρίκη των εγκλημάτων καθ’ αυτών και να τον φέρει σε επαφή με μνήμες σκοτεινές και βιώματα άφατα, που ήρθε η ώρα να βρουν κάθαρση. Μέσα λοιπόν από αυτή τη διαπλοκή των αφηγηματικών πεδίων και τις λοιπές ισορροπίες ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, τα πρόσωπα της ιστορίας χωρίζονται αρχικά σε δύο κατηγορίες. Τους νεκρούς, τα αθώα θύματα που οπ χαμός τους προωθεί τη δράση του βιβλίου, αφού κλονίζει συθέμελα την κοινωνία της μικρής πόλης, και τους ζωντανούς, που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον πόνο και την αποστροφή αναζητώντας δικαιοσύνη. Αν προσέξουμε όμως καλύτερα, υπάρχει και μια Τρίτη «ομάδα» ηρώων, πολύ ευάλωτη και πένθιμη. Είναι εκείνοι που ζουν μεν, αλλά βιώνουν μια ζωή πιο σαθρή, πιο σκοτεινή και πιο εφιαλτική από το θάνατο. Οι ζωντανοί-νεκροί. Και είναι αυτοί που αγγίζουν περισσότερο τη συγγραφέα, η οποία σκύβει επάνω τους και τους μελετά με διακριτική τρυφερότητα, με κατανόηση αλλά και με προβληματισμό. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, όλα τα επεισόδια και οι χώροι δράσης περιβάλλονται από το ίδιο φυσικό στοιχείο τη βροχή. Όπως και στο πρώτο της βιβλίο η Αφροδίτη Βακάλη, το υγρό στοιχείο είναι εκείνο που επιδρά καταλυτικά στην εξέλιξη των ηρώων και διαμορφώνει ή διαστρεβλώνει τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους. Και αν η θάλασσα ήταν το περίγραμμα, ο φυσικός χώρος όπου προωθούνταν η δράση, εδώ η βροχή είναι το στοιχείο που δεν την προωθεί απλώς αλλά την επιβάλλει. Πότε ανελέητη, πότε απαλή, πότε ειρωνική, διεισδύει παντού. Μπαίνει στα σπίτια, στο μυαλό, στις ψυχές, ξεπλένει συνειδήσεις και αποκαλύπτει ξεχασμένα μυστικά, φυλακίζοντας ένοχους και αθώους στις υγρές χειροπέδες της. Το υγρό στοιχείο λοιπόν από τη μια και ο μεσοαστικός περίγυρος από την άλλη είναι ο παράγοντας που ασκεί αφόρητη πίεση στο ήθος των ηρώων. Τους περιορίζει, τους καταθλίβει, τους ακινητοποιεί, τους πνίγει. Αυτός ο ετεροκαθοριζόμενος χαρακτήρας των ηρώων δίνει σαφώς στο βιβλίο μια; Έντονη υφή νατουραλισμού. Στον νατουραλισμό το ενδιαφέρον δεν συνίσταται στο τι κάνουν οι ήρωες αλλά στο γιατί το κάνουν. Στα κίνητρά τους, στο ψυχολογικό τους υπόστρωμα, στο υποσυνείδητό τους. ο νατουραλιστής συγγραφέας ξεκινά από ορισμένες θέσεις. Μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων για να καταδείξει ότι είναι δέσμιοι εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων. Εδώ το στοιχείο αυτό είναι εντονότερο απ’ ό,τι είναι στο «Και γύρω τους η θάλασσα». Ειδικά ο ψυχοπαθής δολοφόνος είναι τυπικό δείγμα της νατουραλιστικής μυθιστορίας. Έχει περιοριστεί από τις εξωτερικές δυνάμεις, τη μικροαστική κοινωνία, τους τύπους και τα πρωτόκολλά της, σε σημείο που έχει πλέον απολέσει την ιδιότητα του λογικού και ηθικού όντος και έχει υποβιβαστεί στο επίπεδο των κατώτερων όντων. Και οι υπόλοιποι ήρωες όμως περιγράφονται εξονυχιστικά και με φωτογραφική λεπτομέρεια να κινούνται άβουλα από το γενετήσιο ένστικτο, την απληστία, την εκδικητικότητα, το φθόνο και να συνθλίβονται σωματικά και ψυχικά. Οι πράξεις τους είναι προδιαγεγραμμένες. Σχεδόν ήδη γνωστές και κατανοητές. Τα κίνητρά τους όμως, αυτά τα περίφημα «γιατί», θα αποκαλυφθούν περίτεχνα από τη διεισδυτική πένα της Αφροδίτης Βακάλη, που θα μας κάνει να αναρωτηθούμε για τον αλλόκοτο τρόπο με τον οποίο, σχεδόν νομοτελειακά, θα επέλθουν οι ισορροπίες που θα επαναφέρουν την ηθική τάξη και τη δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη με την ευρύτερη έννοια της, αυτήν που βρίσκεται πέρα από τον ανθρώπινο νόμο και που αποκαθιστά όσα ο νόμος δεν μπόρεσε να προλάβει. Γιατί όπως λέει η ψυχολογία, για τρία πράγματα μόνο είναι αδύνατη η πρόληψη: για τον έρωτα, για το έγκλημα και για την τρέλα. Οι «219 ημέρες βροχής» είναι ένα βιβλίο που κλείνει δίνοντας απαντήσεις σε όσα ερωτήματα το ίδιο έθεσε, αλλά και εγείροντας νέα ερωτήματα στον αναγνώστη, αφήνοντάς τον με τη βεβαιότητα ότι το καλό πάντα στο τέλος θα υπερισχύει και ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος, αλλά και με το φόβο μήπως εμείς δεν προλάβουμε να γίνουμε μέρος του.

Read more at: http://www.literature.gr/ 
http://www.literature.gr/to-igro-stichio-grafi-o-leonidas-banakos/

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

"Σε όλες τις εποχές ο δρόμος της συγγραφής ήταν και είναι μοναχικός" Συνέντευξη της Αφροδίτης Βακάλη στην Τέσυ Μπάιλα για το thinkfree.gr


Η Αφροδίτη Βακάλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και είναι εκπαιδευτικός. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά εργάστηκε διδάσκοντας αγγλικά σε φροντιστήρια. Το 1997 διορίστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα, ζώντας μόνιμα στη Μύκονο. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορεί, επίσης, το μυθιστόρημά της «Και γύρω τους η θάλασσα». Μιλά στο thinkfree και στην Τέσυ Μπάιλα για το νέο της βιβλίο «219 ημέρες βροχής».

-Κυρία Βακάλη, το νέο σας βιβλίο «219 ημέρες βροχής» μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Αστυνομικό και ταυτόχρονα κοινωνικό είναι ένα βιβλίο που, εν τω βάθει, εστιάζει στις σχέσεις των ανθρώπων σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό επίπεδο. Τι σας ενέπνευσε να εντάξετε όλα αυτά τα στοιχεία σε μια φαινομενικά αστυνομική ιστορία;
Είμαι λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας και υπήρξε μεγάλη πρόκληση για μένα να γράψω ένα βιβλίο με αστυνομική υπόθεση. Αυτό όμως που με ενδιαφέρει κυρίως ως άτομο και ως συγγραφέα, είναι οι χαρακτήρες και οι ανθρώπινες συμπεριφορές. Δε θα μπορούσα να τις παραβλέψω χωρίς να θεωρήσω το έργο μου ημιτελές. Θα μου ήταν αδιάφορο να γράψω απλά μια ιστορία όπου κυνηγούν έναν ακόμη δολοφόνο. Με γοητεύει αφάνταστα η ποικιλομορφία των ανθρώπων και οι αντιδράσεις τους στις διάφορες καταστάσεις. Ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι κινούνται αλλά και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζωή τους και όλες τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αυτό ήταν άλλωστε και το κίνητρό μου για να γράψω αυτό το βιβλίο. Το πώς οι συγκεκριμένοι φόνοι αλλά και η συνεχής, ακατάπαυστη βροχή επέδρασαν στην ψυχολογία των ηρώων μου και σε ποιο βαθμό επηρέασαν την καθημερινότητα, την προσωπική ζωή και τις σχέσεις τους. Αυτός ήταν ο στόχος μου κι αυτό προσπάθησα να κάνω.

-Και στο πρώτο σας βιβλίο «Και γύρω τους η θάλασσα», που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός ο αναγνώστης νιώθει ότι πέρα από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου αυτό που πρωταγωνιστεί είναι η θάλασσα, έτσι και σ’ αυτό πρωταγωνίστρια είναι η βροχή. Ποιος είναι ο συμβολισμός του υγρού στοιχείου, σε κάθε του μορφή, στα βιβλία σας;

Θεωρώ πολύ γοητευτικό το στοιχείο του νερού καθώς και την ποικιλομορφία με την οποία το συναντάμε στη φύση. Προσφέρει αμέτρητους συμβολισμούς και ερμηνείες, έχει θεοποιηθεί πολλάκις στο παρελθόν και χρησιμοποιείτε στο τελετουργικό των περισσότερων, αν όχι όλων των θρησκειών. Ρευστό, ευέλικτο και σαρωτικό, «δίνει» και «παίρνει» με την ίδια ευκολία που γεννά και καταστρέφει. Διαθέτει τις πανίσχυρες και αντιφατικές αυτές δυνάμεις που έχει και η ίδια η ζωή. Η απεραντοσύνη της θάλασσας άλλοτε μερεύει κι άλλοτε αγριεύει την ψυχή, υπόσχεται, ταξιδεύει το νου. Και η βροχή, από την τρυφερή ψιχάλα μέχρι την καταρρακτώδη νεροποντή, συμβολίζει την πληθώρα των γεγονότων, ασήμαντων και σημαντικών, που συμβαίνουν, επηρεάζουν κι εμπλουτίζουν τη ζωή μας. Θα ήθελα, όμως, ο αναγνώστης, ελεύθερος κι ανεπηρέαστος από την όποια δική μου εξήγηση, να ακολουθήσει τα μονοπάτια της δικής του σκέψης και να δώσει όποια ερμηνεία ο ίδιος επιθυμεί στο ιδιαίτερο και ‘μαγικό’ αυτό στοιχείο που κυριαρχεί και στα δύο βιβλία μου.
-Το ύφος της προσωπικής σας γραφής ρέει κι αυτό σαν νερό προσδίδοντας στο βιβλίο σας μια ιδιαίτερη μουσικότητα, ιδιαίτερα ελκυστική στον αναγνώστη. Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στο συγκεκριμένο αυτό ύφος και τη σχέση σας με το νερό;
Πιθανόν, δε μπορώ όμως να σας απαντήσω σε αυτό το ερώτημα διότι ο τρόπος που γράφω είναι αυθόρμητος, ξεπηδά από την ψυχή μου και δε γίνεται συνειδητά. Επομένως, δε μπορώ να κρίνω την ‘πηγή’ παρά μόνο το αποτέλεσμα. Ίσως πάλι, αν το κεντρικό στοιχείο δεν ήταν το νερό και στα δύο βιβλία, να μην υπήρχε θέμα σύγκρισης ανάμεσα σε αυτό και στο ύφος της γραφής. Δε μένει παρά να δούμε στο επόμενο βιβλίο….

-Πόσο μοναχικός είναι στις μέρες μας κ. Βακάλη ο δρόμος του ανθρώπου που θέλει να ασχοληθεί με τη συγγραφή;

Σε όλες τις εποχές, νομίζω, ο δρόμος της συγγραφής ήταν και είναι μοναχικός. Ο άνθρωπος που γράφει έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, ‘σκαλίζει’ την ψυχή του, γδέρνεται, ματώνει πάνω στο κείμενό του, κι αγωνιά. Κι αυτή είναι μια διαδικασία στην οποία κανείς δεν μπορεί να τον συντροφεύσει. Είναι απόλυτα μοναχική ακριβώς επειδή είναι τόσο βαθιά προσωπική και καταλυτική.

-Στις μέρες της οικονομικής κρίσης και της αμφισβήτησης όλων των αξιών κ. Βακάλη ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του συγγραφέα;

Σε δύσκολες εποχές όπως είναι αυτή που διανύουμε, θεωρώ ότι γενικά η τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία είναι, αν όχι το μόνο, σίγουρα ένα πολύ σημαντικό αντιστύλι για τον άνθρωπο. Εκεί θα ανατρέξουμε για να βρούμε τις χαμένες μας αξίες, τα κομμάτια του εαυτού μας με τα οποία έχουμε αποξενωθεί, μα κυρίως τη δύναμη και το κουράγιο που χρειαζόμαστε για να ανασυνταχτούμε και να προχωρήσουμε. Επομένως, ο ρόλος του συγγραφέα, ειδικά σε τέτοιες εποχές είναι πολύ σημαντικός διότι αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει τον αναγνώστη. Να τον «ξεβολέψει», να τον προβληματίσει, να τον προτρέψει να σκεφτεί, μα κυρίως να τον εμψυχώσει και να τον ενθαρρύνει ώστε να πάρει θέση απέναντι στα «κακώς κείμενα». Κι αν η λογοτεχνία γενικά έχει σκοπό να ευρύνει τους ορίζοντές μας, βοηθώντας μας να επεξεργαστούμε κύρια ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή μας, σε χαλεπούς καιρούς γίνεται το στήριγμά μας, ο τροφοδότης της σκέψη μας κι ο βασικότερός «σύμμαχος» μας στην προσπάθεια να ισορροπήσουμε και να εξελιχθούμε.

-Ως εκπαιδευτικός είστε συνεχώς κοντά στα παιδιά. Πιστεύετε ότι τα παιδιά σήμερα αγαπούν το βιβλίο; Μήπως η εποχή του διαδικτύου, της εικόνας, της ταχύτητας λειτουργεί ανασταλτικά και οι νέοι δεν ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία;
Τα σημερινά παιδιά της εποχής του διαδικτύου και της τεχνολογίας βλέπουμε ότι πληκτρολογούν στον υπολογιστή ή στο κινητό τους με διπλάσια ταχύτητα από κείνη που γράφουν κρατώντας το στυλό τους. Απόλυτα αποδεκτό, κατά την άποψή μου! Το παράλογο θα ήταν να μη συμβάδιζαν με την εποχή τους. Το θέμα λοιπόν δεν είναι το βιβλίο, αλλά η ίδια η λογοτεχνία. Και εφόσον στις μέρες μας, αυτή παρέχεται και σε ηλεκτρονική μορφή, θα ήμουν πολύ ικανοποιημένη αν την προσέγγιζαν με αυτήν έστω τη μορφή. Συνεπώς, το καίριο ερώτημα είναι, τους συγκινεί η λογοτεχνία; Πιστεύω πώς όχι όσο θα θέλαμε ή θα ελπίζαμε. Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις, η πλειοψηφία όμως θεωρώ ότι απομακρύνεται όλο και πιο πολύ απ’ αυτήν. Και το φταίξιμο ανήκει σε μας, τους καθηγητές, τους γονείς, στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα. Και θ’ αρχίσω από το τελευταίο. Οι μαθητές διδάσκονται επιλεγμένα αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων και μόνο! Ποτέ δεν τους έχει δοθεί ένα ολόκληρο βιβλίο για να το διαβάσουν, να το σχολιάσουν, να γράψουν μια εργασία πάνω σ’ αυτό! Δε θα έπρεπε να τους ανατίθεται η ανάγνωση κλασικών έργων, ελλήνων και ξένων συγγραφέων στο μάθημα της λογοτεχνίας; Αρκούν κάποια αποσπάσματα ή διηγήματα και μερικά ποιήματα για να γνωρίσουν αυτό που μπορεί να τους προσφέρει η λογοτεχνία ή για να ενσταλάξουμε μέσα τους την αγάπη για την ανάγνωση; Προφανώς και όχι. Παράλληλα, σε ένα σχολείο που οι συνεχείς εξετάσεις, η ολοκλήρωση της ύλης και η βαθμολόγηση αποτελούν το βασικό μέλημα του καθηγητή, η βαθμοθηρία του γονιού και η ψηφοθηρία του Υπουργείου, για ποια Παιδεία και ποια Λογοτεχνία μιλάμε; Φέρουμε ο καθένας τις ευθύνες που μας αναλογούν και καλό θα ήταν να τις αναλάβουμε επιτέλους. Διότι μέσα σ’ αυτό τον κυκεώνα, τα παιδιά μας, άλλα εξουθενωμένα, άλλα βαριεστημένα κι άλλα αδιάφορα, σέρνουν μέσα κι έξω από την τάξη τη φορτωμένη τους τσάντα, δίχως να αποκομίζουν αυτά που θα έπρεπε να τους παρέχει το σχολείο στις μέρες μας.

Πηγή: http://www.thinkfree.gr/%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B7-%CF%83%CE%B5-%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%BF%CF%87%CE%AD%CF%82-%CE%BF-%CE%B4/