ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΠΟΛΗ. Μήνες ολόκληρους βρέχει διαρκώς νύχτα και μέρα. Κανένας δεν θυμάται ξανά κάτι τέτοιο και όλοι απορούν. Πρώτα ήρθε το νερό, ασυγκράτητο ξεχύθηκε παντού, στους δρόμους, στα σοκάκια, μέσα στα σπίτια πάλευε να μπει. Ήρθε η υγρασία. Στον αέρα κάθισε, στους τοίχους, στα κόκαλα των ανθρώπων. Ήρθε κι η λάσπη, που κολλημένη πάνω στα παπούτσια τη σέρνανε μαζί τους. Η γκρίνια, η φαγωμάρα τούς κατάτρωγε. Φτάσαν στα όριά τους. Ώσπου συνήθισαν. Σιωπηλά το αποδέχτηκαν και συνέχισαν τη ζωή τους χολωμένοι. Τέλος, ήρθε και το μεγάλο κακό. Η συμφορά που αδιακρίτως χτύπησε τα σπιτικά τους. Ήρθαν οι φόνοι. Ο θάνατος. Σάββατο μεσημέρι βρήκαν το πρώτο θύμα, τη δωδεκάχρονη Κατίνα Τσαπακίδη. Ο Αστυνόμος Σκιάδας, ανήσυχος κι εξοργισμένος, ψάχνει να βρει το «ποιος» και το «γιατί». Κι αυτά που ανακαλύπτει τον τρομάζουν. Ο Τύπος, η κοινωνία, οι ανώτεροί του, μα πάνω απ' όλα η συνείδησή του τον καταδιώκουν. Πολλά τα πρόσωπα, πολλά τα θύματα κι ο χρόνος τον πιέζει. Χάος γύρω του, βροχή και αίμα. Καράβι ακυβέρνητο ο κόσμος και ο Θεός απών. Ή μήπως όχι;
Στο λόγο της τιμής μου, έμεινα άγαλμα. Βιδώθηκα. Κόλλησα. Ζαλίστηκα. Δεν τολμούσα να διακόψω λεπτό την ανάγνωση. Με σημάδευε σαν αστραπή, με παράσερνε σαν καταιγίδα. Είναι κι εκείνη η βροχή, η ασταμάτητη βροχή, η νουάρ βροχή, με την οποία είμαι, παιδιόθεν, ερωτευμένος αλλά, φυσικά, πριν από όλα, είναι η ευφυής, η πολυμήχανη έμπνευση της Αφροδίτης Βακάλη η οποία υφαίνει, με απίστευτη δεξιοτεχνία και ωριμότητα, επάνω στον καμβά κάποιας μικρής, τοπικής, κοινωνίας το ατμοσφαιρικό θρίλερ της που με έκανε, πραγματικά, κομμάτια. Πάλεψα γενναία να εντοπίσω τον δράστη των φόνων, κάπου-κάπου μάλιστα έβαζα και στοίχημα με τον εαυτό μου ότι ξετύλιξα, επιτέλους, τον κόμπο του μυστηρίου. Κουταμάρες. Η Αφροδίτη Βακάλη μας ποτίζει την αγωνία με το σταγονόμετρο, μας παραπλανεί, δημιουργικά εννοώ, μας κονιορτοποιεί με τις διαδοχικές ανατροπές οι οποίες απειλούν να πνίξουν τους τόπους. Όπως και η βροχή, η εκνευριστική βροχή που, προφανώς, επιχειρεί να εξαφανίσει ίχνη και άλλα τεκμήρια. Ή μήπως όχι;
Θα το ομολογήσω για δεύτερη φορά: πρόκειται για μυθιστόρημα αξιώσεων, μπορεί, άνετα, να συναγωνιστεί τα κλασικά του είδους και, μόλο που πρώτη φορά διαβάζω βιβλίο της Βακάλη, δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία πως η λογοτεχνική της συνέχεια θα είναι ακόμα καλύτερη. Κλείνοντας: τέτοια γλωσσική ένταση και τέτοιο καταρρακτώδες στυλ, δεν συναντούμε συχνά στη μοντέρνα πεζογραφία όπου, συνήθως, κάνουν κουμάντο οι δημόσιες σχέσεις.
*Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Σελίδες:451
Θα το ομολογήσω για δεύτερη φορά: πρόκειται για μυθιστόρημα αξιώσεων, μπορεί, άνετα, να συναγωνιστεί τα κλασικά του είδους και, μόλο που πρώτη φορά διαβάζω βιβλίο της Βακάλη, δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία πως η λογοτεχνική της συνέχεια θα είναι ακόμα καλύτερη. Κλείνοντας: τέτοια γλωσσική ένταση και τέτοιο καταρρακτώδες στυλ, δεν συναντούμε συχνά στη μοντέρνα πεζογραφία όπου, συνήθως, κάνουν κουμάντο οι δημόσιες σχέσεις.
*Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Σελίδες:451
Δώδεκα και είκοσι. Ο Σταύρος Τσαπακίδης κοίταξε το ρολόι και χαμογέλασε
Σάββατο σήμερα κι όπου να 'ναι θα φανεί, σκέφτηκε. Κοίταξε έξω με προσμονή. Έβρεχε με το τουλούμι. Μήνες τώρα έβρεχε, δεν έκανε κι άλλη δουλειά. Είχε σιγά σιγά συνηθίσει, δεν του έκανε εντύπωση πια. Η κίνηση χαλαρή, στα σπίτια του κλεισμένος ο κόσμος, απέφευγε τις άσκοπες βόλτες. Άδειος ο δρόμος, κάπου κάπου, βιαστικός και τυλιγμένος στ' αδιάβροχο ή στο παλτό του πέρναγε κάποιος διαβάτης.
Κοίταξε ξανά το ρολόι. Μία παρά είκοσι. Θα 'χε δου¬λειές και καθυστέρησε. Γύρισε στην εφημερίδα του, αργά κι ανόρεχτα την ξεφύλλισε. Θα μας καταστρέψει ετούτος ο καιρός! Άνθρωπος δεν πατάει στο μαγαζί. Αναστέναξε κακοδιάθετος. Κοίταξε γύρω του τις μπογιές, τα πινέλα, τα εργαλεία. Βίδες, τανάλιες, κόπτες και ψαλίδια. Κουτιά, παντού κουτιά. Μικρά, μεγάλα, σε όλα τα σχήματα, σε όλα τα μεγέθη. Ανάμεσα σε τούτα τα κουτιά είχε περάσει ο Σταύ¬ρος τη ζωή του. Ανάμεσα σε χρώματα και σε σιδηρικά. Από τα δέκα του, σαν ήρθε να βοηθήσει τον πατέρα του, σαρά¬ντα χρόνια πριν. Εδώ, σε τούτο το ίδιο μαγαζί. Αυτός ήταν ο κόσμος του, το μικρό του βασίλειο. Βροχή περάσαν και τα χρόνια, ούτε που τα πήρε καλά καλά χαμπάρι.
Κοίταξε πάλι έξω, τίποτα. Πουθενά δεν φαινότανε το Κα¬τινάκι. Μία και πέντε. Αβάσταχτη η αναμονή. Αβάσταχτη κι η ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή, ο γνώ¬ριμος, μονότονος ήχος. Εκνευρισμένος σηκώθηκε και άρ¬χισε να βηματίζει. Μα πού ήταν, επιτέλους, η μικρή; Για¬τί δεν φαινόταν; Άλλη φορά τόσο πολύ δεν είχε αργήσει. Η Μερόπη στο τηλέφωνο του είπε ότι είχε φύγει από νωρίς. Μία και είκοσι, τον θέριζε η αγωνία τώρα. Πήγαινε πάνω κάτω και σκεφτόταν: Πού να την ψάξω; Μην έπαθε κάτι το παιδάκι μου; Ανατρίχιασε στη σκέψη, τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Ηρέμησε, Σταύρο, ηρέμησε. Μη βάζεις με τον νου σου το κακό! Αυτό έλεγε και ξανάλε¬γε μέσα του, μα στο ρολόι η ώρα κυλούσε. Μία και μισή.
Η ψυχραιμία, η υπομονή του όλη μαζί με τον ιδρώτα βγή¬κανε από μέσα του, στο δέρμα του πάνω υγρές σταγόνες και κυλήσανε. Χαθήκανε κι έμεινε άδειος, παγωμένος. Η αγωνία, ο φόβος τον έκοβαν φέτες. Στο στομάχι, στην κοι¬λιά του. Ούτε κι εκείνος ήξερε γιατί φοβόταν τόσο. Τι ήταν εκείνο που φοβόταν ακριβώς. Απότομα έκοψε το βήμα, απότομα έριξε το βλέμμα στο ρολόι. Δύο παρά τέταρτο. Φτάνει! Άρπαξε τα κλειδιά του, άρπαξε το παλτό του και βγήκε να την ψάξει. Πατέρας ήταν, χρέος του να την ψά¬ξει. Έτσι σκέφτηκε. Κι έφυγε σαν τρελός.
Πεταμένο το βρήκανε το κορίτσι στην άκρη του δρόμου. Με τα μάτια ορθάνοιχτα, έκπληκτα. Πέρασε στην αιωνιότητα με την έκπληξη στο βλέμμα. Πριν προλάβει να γίνει τρόμος. Πριν καλά καλά καταλάβει η μικρή τι τη βρήκε. Ανακατωμένα τα μακριά μαλλιά, άλλα απλώνονταν στο χώμα, βυθισμένα στη λάσπη, κι άλλα τούφες μπερδεμένες στο πρόσωπό της. Βρεμένα, νεκρά μαλλιά. Τα μουσκεμένα ρούχα κολλούσαν πάνω στο άγουρο κορμί, καθώς το έδερνε η βροχή ασταμάτητα. Και το νερό που κύλαγε στα μάγουλά της με δάκρυα έμοιαζε κι έτρεχε σχηματίζοντας μικρά ρυάκια. Η μεγάλη πληγή στον λαιμό έχασκε ορθά¬νοιχτη κι αυτή, μα ξεπλυμένη. Και δίπλα της το αίμα χυμένο ποτάμι. Νερό και αίμα μαζί κυλούσανε μέσα στη λασπου¬ριά. Φαρδύ ενιαίο ποτάμι. Κι ύστερα απλωνότανε και χώ¬ριζε σαν δάχτυλα σε ανοιχτή παλάμη, για να ενωθεί ξανά παρακάτω και να χυθεί στ' αυλάκι, στο ρείθρο να κυλήσει του πεζοδρομίου (σ.σ.19-20).
Κοίταξε ξανά το ρολόι. Μία παρά είκοσι. Θα 'χε δου¬λειές και καθυστέρησε. Γύρισε στην εφημερίδα του, αργά κι ανόρεχτα την ξεφύλλισε. Θα μας καταστρέψει ετούτος ο καιρός! Άνθρωπος δεν πατάει στο μαγαζί. Αναστέναξε κακοδιάθετος. Κοίταξε γύρω του τις μπογιές, τα πινέλα, τα εργαλεία. Βίδες, τανάλιες, κόπτες και ψαλίδια. Κουτιά, παντού κουτιά. Μικρά, μεγάλα, σε όλα τα σχήματα, σε όλα τα μεγέθη. Ανάμεσα σε τούτα τα κουτιά είχε περάσει ο Σταύ¬ρος τη ζωή του. Ανάμεσα σε χρώματα και σε σιδηρικά. Από τα δέκα του, σαν ήρθε να βοηθήσει τον πατέρα του, σαρά¬ντα χρόνια πριν. Εδώ, σε τούτο το ίδιο μαγαζί. Αυτός ήταν ο κόσμος του, το μικρό του βασίλειο. Βροχή περάσαν και τα χρόνια, ούτε που τα πήρε καλά καλά χαμπάρι.
Κοίταξε πάλι έξω, τίποτα. Πουθενά δεν φαινότανε το Κα¬τινάκι. Μία και πέντε. Αβάσταχτη η αναμονή. Αβάσταχτη κι η ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή, ο γνώ¬ριμος, μονότονος ήχος. Εκνευρισμένος σηκώθηκε και άρ¬χισε να βηματίζει. Μα πού ήταν, επιτέλους, η μικρή; Για¬τί δεν φαινόταν; Άλλη φορά τόσο πολύ δεν είχε αργήσει. Η Μερόπη στο τηλέφωνο του είπε ότι είχε φύγει από νωρίς. Μία και είκοσι, τον θέριζε η αγωνία τώρα. Πήγαινε πάνω κάτω και σκεφτόταν: Πού να την ψάξω; Μην έπαθε κάτι το παιδάκι μου; Ανατρίχιασε στη σκέψη, τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Ηρέμησε, Σταύρο, ηρέμησε. Μη βάζεις με τον νου σου το κακό! Αυτό έλεγε και ξανάλε¬γε μέσα του, μα στο ρολόι η ώρα κυλούσε. Μία και μισή.
Η ψυχραιμία, η υπομονή του όλη μαζί με τον ιδρώτα βγή¬κανε από μέσα του, στο δέρμα του πάνω υγρές σταγόνες και κυλήσανε. Χαθήκανε κι έμεινε άδειος, παγωμένος. Η αγωνία, ο φόβος τον έκοβαν φέτες. Στο στομάχι, στην κοι¬λιά του. Ούτε κι εκείνος ήξερε γιατί φοβόταν τόσο. Τι ήταν εκείνο που φοβόταν ακριβώς. Απότομα έκοψε το βήμα, απότομα έριξε το βλέμμα στο ρολόι. Δύο παρά τέταρτο. Φτάνει! Άρπαξε τα κλειδιά του, άρπαξε το παλτό του και βγήκε να την ψάξει. Πατέρας ήταν, χρέος του να την ψά¬ξει. Έτσι σκέφτηκε. Κι έφυγε σαν τρελός.
Πεταμένο το βρήκανε το κορίτσι στην άκρη του δρόμου. Με τα μάτια ορθάνοιχτα, έκπληκτα. Πέρασε στην αιωνιότητα με την έκπληξη στο βλέμμα. Πριν προλάβει να γίνει τρόμος. Πριν καλά καλά καταλάβει η μικρή τι τη βρήκε. Ανακατωμένα τα μακριά μαλλιά, άλλα απλώνονταν στο χώμα, βυθισμένα στη λάσπη, κι άλλα τούφες μπερδεμένες στο πρόσωπό της. Βρεμένα, νεκρά μαλλιά. Τα μουσκεμένα ρούχα κολλούσαν πάνω στο άγουρο κορμί, καθώς το έδερνε η βροχή ασταμάτητα. Και το νερό που κύλαγε στα μάγουλά της με δάκρυα έμοιαζε κι έτρεχε σχηματίζοντας μικρά ρυάκια. Η μεγάλη πληγή στον λαιμό έχασκε ορθά¬νοιχτη κι αυτή, μα ξεπλυμένη. Και δίπλα της το αίμα χυμένο ποτάμι. Νερό και αίμα μαζί κυλούσανε μέσα στη λασπου¬ριά. Φαρδύ ενιαίο ποτάμι. Κι ύστερα απλωνότανε και χώ¬ριζε σαν δάχτυλα σε ανοιχτή παλάμη, για να ενωθεί ξανά παρακάτω και να χυθεί στ' αυλάκι, στο ρείθρο να κυλήσει του πεζοδρομίου (σ.σ.19-20).