Η κριτική του καλού φίλου και κριτικού λογοτεχνίας Πάνου Τουρλή που τον ευχαριστώ πολύ:
219 μέρες βροχής, 219 μέρες ασταμάτητης νεροποντής. Ένα παράδοξο για τα ελληνικά καιρικά φαινόμενα γεγονός αποτελεί το φόντο για την πιο πρωτότυπη αστυνομική ιστορία που έχω διαβάσει ποτέ. Μια μικρή επαρχιακή πόλη της βόρειας Ελλάδας βρέχεται ασταμάτητα από καταρράκτες νερού που της χαρίζει το Καλό (ή το Κακό) απλόχερα. Οι κάτοικοι δεν προλαβαίνουν να προσαρμοστούν, να συνηθίσουν, να εντάξουν μέσα τους αυτό το γεγονός, όταν αρχίζουν φόνοι μικρών παιδιών. Άγγελοι που δεν πρόλαβαν να τραγουδήσουν τον ύμνο της ζωής, βρίσκονται δολοφονημένοι απάνθρωπα, με σβησμένα μάτια, με παγωμένα χείλια, με ασάλευτες καρδούλες. Κλωστές που κόπηκαν, λες, άτσαλα και βιαστικά από κακότεχνο ράφτη. Ποιος σκοτώνει; Γιατί; Με ποιο δικαίωμα; Πόσο άσχημα επέδρασε στον ψυχισμό του δολοφόνου η αφειδώλευτη υδρόπτωση;
Ένα από τα δυνατότερα, ανατρεπτικότερα αστυνομικά και ταυτόχρονα ένα από τα διεισδυτικότερα και ρεαλιστικότερα κοινωνικά μυθιστορήματα που έχουν κυκλοφορήσει ως τώρα. Οι κατά συρροήν φόνοι είναι η ευκαιρία και η αφορμή για τη συγγραφέα να δημιουργήσει χαρακτήρες ολοζώντανους και αληθινούς, να παρουσιάσει τις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων μιας πόλης αλλά και μεταξύ των ίδιων των μελών μιας οικογένειας. Οι ενδοοικογενειακές διαφορές, τα όνειρα και οι προσδοκίες μιας ζωής που διαψεύδονται, ο αταβισμός και η απληστία, η προδοσία και η ενοχή, είναι στοιχεία που συγκρατούν ένα χορό κλειστό, ομόκεντρο, από τον οποίο κανείς από τους συμμετέχοντες δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η ποιητική, αριστοτεχνική γραφή της αγαπημένης λογοτέχνιδος, να ντύνει όσο γίνεται πιο τρυφερά την ωμότητα και τη βία. Όσοι διάβασαν το Και γύρω τους η θάλασσα και αγάπησαν το στυλ και το ύφος της κυρίας Βακάλη, θα ανατριχιάσουν με το πόσο πολύ δένει αυτός ο τρόπος γραφής με μια αστυνομική ιστορία. Η αγωνία και η ποίηση αναπαριστούν το πιο παράδοξο και ταιριαστό ζευγάρι που τροχοπεδεί με τα παγοπέδιλα της βίας στην εύθραστη παγωμένη λίμνη της ανάγνωσης.
Δεν υπάρχει καταιγιστική δράση και πιστολίδι, ούτε το κλασικό τρίπτυχο «ποιος σκοτώνει-πώς τον πιάνουμε-τι του κάνουμε», ούτε βαρετές και ατελείωτες καταθέσεις μαρτύρων ή υπερβολικά πολλά πρόσωπα και περίπλοκες καταστάσεις. Κι όμως αυτή ακριβώς είναι η γοητεία και η πρωτοτυπία του. Σαν προκομμένη αράχνη, η συγγραφέας στήνει έναν ιστό σφιχτοπλεγμένο, αριστοτεχνικό και αόρατο για το αθώο μάτι. Κάθε κλωστή δεμένη με την άλλη, κάθε πλέξη τυλιγμένη γύρω από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Και ο ιστός απλώνεται, όλο και απλώνεται και σφίγγει και τυλίγει και παρασέρνει σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, όπου το φως στο βάθος είναι ελάχιστο και οι ανάσες αντηχούν στους γύρω τοίχους.
Η Σταυρούλα και ο Παντελής Μπίσκας, ο Χαρίλαος και η Φωφώ Παπαδήμα, ο Ανάργυρος Σταφιδόγλου, ο Θεμιστοκλής Θρασυβουλίδης και η Καλλιρρόη Καραντώνη, ο Νικήτας Συμεωνίδης, ο Άγγελος είναι άνθρωποι με μίση, πάθη, κρυμμένα μυστικά και ενοχές για τα λάθη του παρελθόντος ή και του παρόντος. Τοποθετούνται σταδιακά στην πλοκή του μυθιστορήματος, δε βιάζονται να επικοινωνήσουν με τον αναγνώστη, αγωνίζονται να συνηθίσουν την ακατάπαυστη βροχή, πιέζονται να αγνοήσουν τον σκοτεινό τους εαυτό και να συνεχίσουν την επιφανειακά ατάραχη ζωή τους. Ακόμη και οι δευτεραγωνιστές συστήνονται, απλώνουν τη ζωή τους μπροστά σου, σε καλούν να τους γνωρίσεις, να ρίξεις μια κλεφτή ματιά και μετά να συνεχίσεις να ψάχνεις τον δολοφόνο. Μια σύζυγος βυθισμένη στη σιωπή της ψυχής μετά τον άδικο χαμό του παιδιού της, ένας πάμπλουτος τοκογλύφος που δε διστάζει να ζητήσει ανήθικα ανταλλάγματα, μια γυναίκα που κεντά παντού το μονόγραμμά της, μια νοσοκόμα που θρηνεί τον χαμό του αδελφού της ώσπου να της χτυπήσει την πόρτα ο έρωτας, ένας γιος μεγαλέμπορου που παρατά περιουσία και μαγαζί για να σπουδάσει μουσική, κάτοικοι μιας πόλης που ξυπνά κάθε μέρα μούσκεμα από τη βροχή, ιδρωμένη από την αγωνία για το επόμενο θύμα.
Οι μονόλογοι του δολοφόνου είναι συγκλονιστικοί και ο τρόπος σκέψης του ανατριχιαστικός! «Γι' αυτό και στράφηκα προς τα παιδιά. Ψυχές καινούργιες, φρέσκες. Tabulae rasae! Αλαβάστρινες, γυαλιστερές επιφάνειες. Χωρίς τις χαρακιές της γνώσης, δίχως τις γρατζουνιές της εμπειρίας. Άψογες ψυχές, παρθένες...» (σελ. 401). Και σκοτώνει. Δε διστάζει να αφαιρέσει αθώες ζωές για να σκιτσάρει το δικό του σχέδιο, να ζωγραφίσει τον δικό του αιμάτινο πίνακα. Το αίμα ανακατεύεται με το νερό, ρέουν αντάμα προς τις σχάρες των υπονόμων και τις διψασμένες ρίζες των δέντρων. Λεύτερη, ανακουφισμένη φεύγει η ψυχή των μικρών πλασμάτων κι ο αναγνώστης θυμώνει όλο και περισσότερο με τον Αστυνόμο Σκιαδά που έχει αναλάβει τη διαλεύκανση.
Ο Σκιαδάς, ένας από τους πιο ανθρώπινους, ρεαλιστικά δοσμένους αστυνομικούς που έχω συναντήσει, οξυδερκής, ταπεινός, μοναχικός, πιστός στο καθήκον, καλείται να εξιχνιάσει αυτήν τη δύσκολη υπόθεση. Ένας άνθρωπος ερωτικά μόνος, χώνεται στα άδυτα του λαβύρινθου, κυνηγάει τον ένοχο και συναντάει τον έρωτα στα μάτια μιας γυναίκας που αλλάζει τη νοοτροπία του, τον αναστατώνει, τον φέρνει αντιμέτωπο με τρυφερές αναμνήσεις γεγονότων που έχει ξεχάσει πια. Κι αγωνίζεται να εκτελέσει τα καθήκοντά του αλλά και να ξεκινήσει μια σχέση που θα του χαρίσει την τρυφερότητα, τη φροντίδα, το νοιάξιμο, τον έρωτα που έχουν κρυφτεί από τα μάτια του.
Όλες οι λέξεις έχουν θέση στο βιβλίο, όλα τα περιστατικά έχουν λόγο ύπαρξης. Η ματιά της συγγραφέως είναι κοφτερή σα νυστέρι, φωτογραφίζει διαπροσωπικές σχέσεις παραστατικότατα και επιλέγει να περιγράψει ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες. Ο αναγνώστης, όταν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι, είμαι σίγουρος ότι δε θα το αφήσει από τα χέρια του. Το φινάλε του βιβλίου θα το θυμάμαι για πολύ καιρό. Ανατρέπει τα πάντα και δίνει μια μαχαιριά στην καρδιά τόσο δυνατή που χάνει πολλούς χτύπους. Με αυτό το βιβλίο η συγγραφέας κάνει ένα μεγάλο άλμα προς τη βελτίωση και προχωρά ακόμη πιο κοντά στη συγγραφική ολοκλήρωση. Το Και γύρω τους η θάλασσα το αγάπησα, όμως το 219 ημέρες βροχής το λάτρεψα.
Πάνος Τουρλής
Ένα από τα δυνατότερα, ανατρεπτικότερα αστυνομικά και ταυτόχρονα ένα από τα διεισδυτικότερα και ρεαλιστικότερα κοινωνικά μυθιστορήματα που έχουν κυκλοφορήσει ως τώρα. Οι κατά συρροήν φόνοι είναι η ευκαιρία και η αφορμή για τη συγγραφέα να δημιουργήσει χαρακτήρες ολοζώντανους και αληθινούς, να παρουσιάσει τις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων μιας πόλης αλλά και μεταξύ των ίδιων των μελών μιας οικογένειας. Οι ενδοοικογενειακές διαφορές, τα όνειρα και οι προσδοκίες μιας ζωής που διαψεύδονται, ο αταβισμός και η απληστία, η προδοσία και η ενοχή, είναι στοιχεία που συγκρατούν ένα χορό κλειστό, ομόκεντρο, από τον οποίο κανείς από τους συμμετέχοντες δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η ποιητική, αριστοτεχνική γραφή της αγαπημένης λογοτέχνιδος, να ντύνει όσο γίνεται πιο τρυφερά την ωμότητα και τη βία. Όσοι διάβασαν το Και γύρω τους η θάλασσα και αγάπησαν το στυλ και το ύφος της κυρίας Βακάλη, θα ανατριχιάσουν με το πόσο πολύ δένει αυτός ο τρόπος γραφής με μια αστυνομική ιστορία. Η αγωνία και η ποίηση αναπαριστούν το πιο παράδοξο και ταιριαστό ζευγάρι που τροχοπεδεί με τα παγοπέδιλα της βίας στην εύθραστη παγωμένη λίμνη της ανάγνωσης.
Δεν υπάρχει καταιγιστική δράση και πιστολίδι, ούτε το κλασικό τρίπτυχο «ποιος σκοτώνει-πώς τον πιάνουμε-τι του κάνουμε», ούτε βαρετές και ατελείωτες καταθέσεις μαρτύρων ή υπερβολικά πολλά πρόσωπα και περίπλοκες καταστάσεις. Κι όμως αυτή ακριβώς είναι η γοητεία και η πρωτοτυπία του. Σαν προκομμένη αράχνη, η συγγραφέας στήνει έναν ιστό σφιχτοπλεγμένο, αριστοτεχνικό και αόρατο για το αθώο μάτι. Κάθε κλωστή δεμένη με την άλλη, κάθε πλέξη τυλιγμένη γύρω από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Και ο ιστός απλώνεται, όλο και απλώνεται και σφίγγει και τυλίγει και παρασέρνει σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, όπου το φως στο βάθος είναι ελάχιστο και οι ανάσες αντηχούν στους γύρω τοίχους.
Η Σταυρούλα και ο Παντελής Μπίσκας, ο Χαρίλαος και η Φωφώ Παπαδήμα, ο Ανάργυρος Σταφιδόγλου, ο Θεμιστοκλής Θρασυβουλίδης και η Καλλιρρόη Καραντώνη, ο Νικήτας Συμεωνίδης, ο Άγγελος είναι άνθρωποι με μίση, πάθη, κρυμμένα μυστικά και ενοχές για τα λάθη του παρελθόντος ή και του παρόντος. Τοποθετούνται σταδιακά στην πλοκή του μυθιστορήματος, δε βιάζονται να επικοινωνήσουν με τον αναγνώστη, αγωνίζονται να συνηθίσουν την ακατάπαυστη βροχή, πιέζονται να αγνοήσουν τον σκοτεινό τους εαυτό και να συνεχίσουν την επιφανειακά ατάραχη ζωή τους. Ακόμη και οι δευτεραγωνιστές συστήνονται, απλώνουν τη ζωή τους μπροστά σου, σε καλούν να τους γνωρίσεις, να ρίξεις μια κλεφτή ματιά και μετά να συνεχίσεις να ψάχνεις τον δολοφόνο. Μια σύζυγος βυθισμένη στη σιωπή της ψυχής μετά τον άδικο χαμό του παιδιού της, ένας πάμπλουτος τοκογλύφος που δε διστάζει να ζητήσει ανήθικα ανταλλάγματα, μια γυναίκα που κεντά παντού το μονόγραμμά της, μια νοσοκόμα που θρηνεί τον χαμό του αδελφού της ώσπου να της χτυπήσει την πόρτα ο έρωτας, ένας γιος μεγαλέμπορου που παρατά περιουσία και μαγαζί για να σπουδάσει μουσική, κάτοικοι μιας πόλης που ξυπνά κάθε μέρα μούσκεμα από τη βροχή, ιδρωμένη από την αγωνία για το επόμενο θύμα.
Οι μονόλογοι του δολοφόνου είναι συγκλονιστικοί και ο τρόπος σκέψης του ανατριχιαστικός! «Γι' αυτό και στράφηκα προς τα παιδιά. Ψυχές καινούργιες, φρέσκες. Tabulae rasae! Αλαβάστρινες, γυαλιστερές επιφάνειες. Χωρίς τις χαρακιές της γνώσης, δίχως τις γρατζουνιές της εμπειρίας. Άψογες ψυχές, παρθένες...» (σελ. 401). Και σκοτώνει. Δε διστάζει να αφαιρέσει αθώες ζωές για να σκιτσάρει το δικό του σχέδιο, να ζωγραφίσει τον δικό του αιμάτινο πίνακα. Το αίμα ανακατεύεται με το νερό, ρέουν αντάμα προς τις σχάρες των υπονόμων και τις διψασμένες ρίζες των δέντρων. Λεύτερη, ανακουφισμένη φεύγει η ψυχή των μικρών πλασμάτων κι ο αναγνώστης θυμώνει όλο και περισσότερο με τον Αστυνόμο Σκιαδά που έχει αναλάβει τη διαλεύκανση.
Ο Σκιαδάς, ένας από τους πιο ανθρώπινους, ρεαλιστικά δοσμένους αστυνομικούς που έχω συναντήσει, οξυδερκής, ταπεινός, μοναχικός, πιστός στο καθήκον, καλείται να εξιχνιάσει αυτήν τη δύσκολη υπόθεση. Ένας άνθρωπος ερωτικά μόνος, χώνεται στα άδυτα του λαβύρινθου, κυνηγάει τον ένοχο και συναντάει τον έρωτα στα μάτια μιας γυναίκας που αλλάζει τη νοοτροπία του, τον αναστατώνει, τον φέρνει αντιμέτωπο με τρυφερές αναμνήσεις γεγονότων που έχει ξεχάσει πια. Κι αγωνίζεται να εκτελέσει τα καθήκοντά του αλλά και να ξεκινήσει μια σχέση που θα του χαρίσει την τρυφερότητα, τη φροντίδα, το νοιάξιμο, τον έρωτα που έχουν κρυφτεί από τα μάτια του.
Όλες οι λέξεις έχουν θέση στο βιβλίο, όλα τα περιστατικά έχουν λόγο ύπαρξης. Η ματιά της συγγραφέως είναι κοφτερή σα νυστέρι, φωτογραφίζει διαπροσωπικές σχέσεις παραστατικότατα και επιλέγει να περιγράψει ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες. Ο αναγνώστης, όταν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι, είμαι σίγουρος ότι δε θα το αφήσει από τα χέρια του. Το φινάλε του βιβλίου θα το θυμάμαι για πολύ καιρό. Ανατρέπει τα πάντα και δίνει μια μαχαιριά στην καρδιά τόσο δυνατή που χάνει πολλούς χτύπους. Με αυτό το βιβλίο η συγγραφέας κάνει ένα μεγάλο άλμα προς τη βελτίωση και προχωρά ακόμη πιο κοντά στη συγγραφική ολοκλήρωση. Το Και γύρω τους η θάλασσα το αγάπησα, όμως το 219 ημέρες βροχής το λάτρεψα.
Πάνος Τουρλής
ΠΗΓΕΣ:
http://www.captainbook.gr/article/9895
http://tovivlio.net/219-%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%87%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B7/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου